Χοίροι της Κύπρου

Image

Στην κυπριακή κοινωνία, που σ' όλες τις εποχές ήταν βασικά γεωργική (μέχρι και πρόσφατα), ο χοίρος διαδραμάτιζε σοβαρότατο ρόλο στην κάθε αγροτική οικογένεια η οποία συνήθιζε να εκτρέφει ένα ή περισσότερα τέτοια ζώα. Αφενός επειδή ο χοίρος δίνει μεγάλη ποσότητα κρέατος κι αφετέρου επειδή από το κρέας του παρασκευάζονταν πολλά φαγώσιμα είδη που μπορούσαν να φυλαχθούν και ν' αποθηκευθούν.

 

Συνήθως η οικογένεια έσφαζε τον χοίρο της λίγο πριν από τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκάμερου (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα) ή, σπανιότερα, λίγο πριν από το Πάσχα. Μετά τη σφαγή του χοίρου άρχιζε η κοπιαστική εργασία των γυναικών για κατεργασία του κρέατος και παρασκευή διαφόρων ειδών, που ήταν: λουκάνικα, ζαλατίνα, λούντζα, σ’οιρομέριν, ενώ κρέατα χοίρου γίνονταν και κουμνιαστά. Εχρησιμοποιείτο βέβαια και το άφθονο πάχος του χοίρου (το λεγόμενο λαρτίν), ή και η μίλλα που επίσης τρωγόταν ή και εχρησιμοποιείτο στη θέση βουτύρου. Το κρέας του χοίρου μαγειρευόταν μαζί με κολοκάσιν συνήθως, ή γινόταν αφέλια. Το ίδιο μαγειρεύεται και σήμερα, όπως γίνεται, επίσης, σουβλάκι. Άλλοι (σημερινοί) τρόποι μαγειρέματος είναι εισαγμένες στην Κύπρο συνταγές. Αλλά παραδοσιακό πλούσιο φαγητό, ιδιαίτερα δημοφιλές σε πανηγύρια και μεγάλες γιορτές, ήταν ο πολύ μικρός χοίρος ψημένος ολόκληρος στη σούβλα (η λεγόμενη γουρουνιά).

 

Ο χοίρος λέγεται, στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, σ’οίρος. Μεταφορικά, σ’οίρος ονομάζεται ο παχύς και σωματώδης ή ο ακάθαρτος άνθρωπος, ή εκείνος που τρώει πολύ και με τρόπο θορυβώδη. Υποκοριστικό του ζώου είναι το σ’οιρούιν. Το θηλυκό ζώο, η γουρούνα, λέγεται στην Κύπρο λόττα, και υποκοριστικά λοττίν (το) και λοττούα (η). Η λέξη λόττα (και λοττούα) λέγεται χαϊδευτικά για τα μικρά κορίτσια ή μεταφορικά για τη χοντρή ή και ακάθαρτη γυναίκα. Σημειώνεται επίσης ότι σ’οίρος λέγεται στην Κύπρο και ο μηχανικός εκσκαφέας (η μπουλντόζα) κατ' αντιπαραβολή προς το ζώο που συνήθως ανασκάπτει τα χώματα με τη μύτη του.

 

Όπως συμβαίνει και με όλα τα άλλα χρήσιμα ζώα στην Κύπρο, έτσι και ο χοίρος έχει πολλά ονόματα ανάλογα προς το χρώμα, το μέγεθος και άλλα χαρακτηριστικά του (όπως λ.χ. ασπροπάτσαλος, ασπρόσ'οιρος, αρκόσ'οιρος, ζωνιάς, μαυρόσ'οιρος, κοντονούρης, χαλόφτας, κοντομούτσουνος κλπ.).

 

Αν και ο χοίρος είναι ζώο παμφάγο, οι οικογένειες που εξέτρεφαν τέτοια ζώα συνήθιζαν να τα ταΐζουν και με βαλανίδκια ή αρκοβάλανα (=βαλανίδια της λατζ'ιάς) γιατί εθεωρείτο ότι έτσι το ζώο «έστηννεν» (=αναπτυσσόταν καλύτερα) και γλύκαινε το κρέας του.

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (18ος αιώνας) βεβαιώνει ότι στην εποχή του υπήρχαν αγριόχοιροι στην Κύπρο, ιδίως στην Καρπασία και στον Ακάμα. Προφανώς όμως δεν επρόκειτο για πραγματικούς αγριόχοιρους (κάπρους) αλλά για χοίρους που είχαν διαφύγει από εκτροφεία (σ’οιρόμαντρες) και ζούσαν σε ημιάγρια κατάσταση (όπως μπορεί κανένας να βρει τέτοιους ακόμη και σήμερα στον Ακάμα).

 

Οι οικογένειες που αγόραζαν χοιρίδια για ανάγιωμαν, δηλαδή για εκτροφή στο αγροτικό σπίτι, συνήθιζαν να τα μνουσ’ίζουν (=ευνουχίζουν), θεωρώντας ότι έτσι αναπτύσσονταν περισσότερο. Το μνούσ’ισμαν το έκανε ειδικός του χωριού, που έκλεινε την πληγή του ζώου με λαόμουζην ή στάκτη. Ο ευνουχισμένος χοίρος λεγόταν μνούχος, ενώ ο μη ευνουχισμένος λεγόταν κάπρος.

 

Βέβαια πολλές κυπριακές παροιμίες υπάρχουν που αναφέρονται στο ζώο αυτό. Παραθέτουμε μερικές:

 

  • Καλός καλός ο σ’οίρος μας, τζ' εξέβην χαλαζ’ιάρης.
  • Έκλασεν ο σ’οίρος τζ' έβκαλεν αγγόνιν.
  • Έκαμεν η λόττα σ'οιρούδκια τζ'αί δεν έφαεν να χορτάσει.
  • Η λόττα τάξιν δεν είσ'εν τζ'αι τα σ’οιρούδκια δίδασκεν.
  • Η ρκά δεν είσ'εν δαίμοναν τζ' εγόρασεν γουρούνιν.

 

ΣΗΜ: Περισσότερα λαογραφικά για τον χοίρο δες στο βιβλίο του Π. Ξιούτα Κυπριακή Λαογραφία τῶν Ζώων, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 1978, σσ. 138-161.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image