Χρώμιο

Image

Χημικό στοιχείο, μέταλλο, (σύμβολο Cr) με ατομικό αριθμό 24 και ατομικό βάρος 52, 01. Αν και ανακαλύφθηκε από τον Vauauelin το 1797, εντούτοις απομονώθηκε μόλις το 1854 από τον Bunsen. To χρώμιο είναι μέταλλο λευκό με ειδικό βάρος 7,1 gr/m3 και σημείο τήξης 1615°C. Είναι εξαιρετικά σκληρό, δεν προσβάλλεται από τα περισσότερα μέσα και παραμένει ανοξείδωτο στον αέρα. Απαντάται στη φύση υπό μορφή ορυκτών (οξειδίων) το σημαντικότερο από τα οποία είναι ο χρωμίτης που είναι η μοναδική πρώτη ύλη για παραγωγή του χρωμίου.

 

Ο χρωμίτης έχει χρώμα μαύρο και μεταλλική λάμψη. Θεωρητικά περιέχει 68% Cr2Ο3 και 32% FeO, στην πράξη όμως άλλα στοιχεία, όπως αλουμίνιο, μαγνήσιο, σίδηρος, ασβέστιο και πυρίτιο, αντικαθιστούν μέρος του χρωμίου οπότε η περιεκτικότητα του χρωμίτη σε τριοξείδιο του χρωμίου (Cr2Ο3) κυμαίνεται μεταξύ 45-50%. Η μέση περιεκτικότητα των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων χρωμιτών είναι συνήθως πέραν του 40% Cr2Ο3.

 

Λόγω της υψηλής αντίστασής του στην ατμοσφαιρική διάβρωση και τα διάφορα χημικά μέσα, της αντοχής του στην οξείδωση, της μεγάλης σκληρότητάς του και της μεγάλης αντοχής του στη χρήση, χρησιμοποιείται ευρύτατα σε προστατευτικές επενδύσεις άλλων μετάλλων (επιχρωμίωση) και στην κατασκευή ανθεκτικών κραμάτων όπως τους ανοξείδωτους χάλυβες. Επίσης λόγω του υψηλού σημείου τήξης χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρίμαχων υλικών, καθώς επίσης στη χημική βιομηχανία, φαρμακευτική και βυρσοδεψία.

 

Χρώμιο και Κύπρος: Ο χρωμίτης, το μοναδικό ορυκτό του χρωμίου με εμπορική αξία, είναι ευρύτατα διαδεδομένο ως δευτερεύον συστατικό των υπερβασικών πετρωμάτων του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους, ιδιαίτερα του δουνίτη, του χαρτζβουργίτη και του βερλίτη, όπου απαντάται σε αναλογία 1-5%. Οικονομικής όμως σημασίας συγκεντρώσεις υπό μορφή ζωνών ή φακών (λοβοειδής τύπος κοιτασμάτων) περιορίζονται εντός του χαρτζβουργίτη και δουνίτη και ειδικότερα στη ζώνη επαφής μεταξύ των δυο αυτών υπερβασικών πετρωμάτων (βλέπε λήμμα μεταλλεία).

 

Το πλάτος των επιμηκυσμένων φακοειδών χρωμιτικών σωμάτων ποικίλλει από 1 μέτρο μέχρι 100 μέτρα, το δε μήκος τους είναι συνήθως πενταπλάσιο του πλάτους. Λόγω της σχεδόν κατακόρυφης ανάπτυξης των χρωμιτοφόρων ζωνών, είναι άγνωστο το βάθος στο οποίο επεκτείνονται, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις απεδείχθη ότι υπερβαίνει τα 500 μέτρα.

 

Οι έρευνες για εντοπισμό εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων χρωμιτών άρχισαν μόλις το 1920 τόσο στην περιοχή του Τροόδους όσο και στο δάσος της Λεμεσού όπου υπάρχουν επιφανειακές εμφανίσεις χρωμιτών μέσα στους χαρτζβουργίτες και δουνίτες. Παρόλο ότι ο αριθμός των εμφανίσεων αυτών στην ευρύτερη περιοχή του κυπριακού Ολύμπου υπερβαίνει τις 100 και στο δάσος Λεμεσού τις 50, οικονομικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα χρωμιτών εντοπίσθηκαν μόνο στην περιοχή του Ολύμπου και ειδικότερα στις τοποθεσίες Κοκκινόροτσος, Καννούρες και Χατζηπαύλου.  Εκτός από το Τρόοδος και το δάσος Λεμεσού, μικρές συγκεντρώσεις χρωμιτών εντοπίσθηκαν και στα υπερβασικά πετρώματα του «Συμπλέγματος των Μαμωνιών» στην επαρχία Πάφου όπως στον Ακάμα, μεταξύ Τίμης και Νατάς, στα Κονιά, στην Επισκοπή και νότια της Γαλαταριάς.

 

Ένας εντελώς διαφορετικός τύπος κοιτασμάτων χρωμιτών από τον πιο πάνω, που η γένεσή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σχηματισμό του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους (βλέπε λήμμα μεταλλεία-μεταλλεία Χρωμίου), βρίσκεται στην παραλία Μπογαζιού Αμμοχώστου. Η αμμώδης παραλία περιέχει στρώσεις άμμου μαύρου χρώματος πλούσιες σε χρωμίτη και άλλα βαριά ορυκτά όπως μαγνητίτη, τιτανομαγνητίτη, ιλμενίτη και αιματίτη. Περιέχει επίσης διάφορα άλλα ορυκτά σε μικρότερες αναλογίες όπως γρανάτη, ασβεστίτη, χαλαζία, ζιρκόνιο, επίδοτο, ολιβίνη και πυροξένους.

 

Αναλύσεις δειγμάτων που έγιναν πριν από την κατάληψη του Μπογαζιού από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής το 1974, έδειξαν ότι η περιεκτικότητα των στρώσεων αυτών σε χρωμίτη (Cr2Ο3) κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50%. Καμιά όμως συστηματική έρευνα δεν έχει γίνει για να διαπιστωθούν τα αποθέματα και η μέση περιεκτικότητα των χρωμιτοφόρων αυτών ιζηματογενών σχηματισμών.

 

Παρόμοιες συγκεντρώσεις χρωμιτών αλλά με χαμηλότερη περιεκτικότητα, είναι επίσης γνωστές στην παραλία δυτικά του Κοιλάνεμου. Ο τύπος αυτός των ιζηματογενών κοιτασμάτων χρωμιτών πιθανότατα προήλθε από τη διάβρωση μεγάλων μαζών σερπεντινιτών και άλλων πετρωμάτων που βρίσκονται στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου.

 

Μεταλλείο Χρωμίου: Το κοίτασμα του Κοκκινόροτσου ή μεταλλείου του Χρωμίου, είναι η σημαντικότερη συγκέντρωση χρωμιτών της Κύπρου με ολικά αποθέματα που πλησιάζουν το 1.000.000 τόνους. Η εκμετάλλευση του άρχισε το 1924 και συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι το 1979 οπότε ανεστάλησαν οι εργασίες για οικονομικούς κυρίως λόγους. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης λειτουργίας του παρήχθησαν πέραν των 600.000 τόνων μεταλλεύματος υψηλής περιεκτικότητας.

 

Το μεταλλείο των Καννούρων άρχισε τη λειτουργία του το 1939 και συνεχίστηκε κατά περιόδους μέχρι το 1982 οπότε ανεστάλησαν οι εργασίες σε όλα τα μεταλλεία χρωμιτών της Κύπρου για οικονομικούς κυρίως λόγους. Συνολικά παρήχθησαν από το μεταλλείο αυτό 30.000 τόνοι συμπαγούς χρωμίτη.

 

Το μεταλλείο Χατζηπαύλου είναι σχετικά νεότερο και άρχισε τη λειτουργία του το 1950. Μεταξύ 1950 και 1982 εξορύχθηκαν συνολικά 15.000 τόνοι μεταλλεύματος υψηλής περιεκτικότητας.

 

Η εκμετάλλευση και των τριών πιο πάνω κοιτασμάτων, λόγω της φύσεως τους, έγινε με υπόγειες μεθόδους, δηλαδή συνδυασμό κατακόρυφων φρεάτων και οριζόντιων στοών χωρίς να επηρεασθεί το ευαίσθητο φυσικό περιβάλλον του δάσους του Τροόδους.

 

Εκτός από τα τρία κύρια μεταλλεία χρωμίτη, περιορισμένης κλίμακας εκμετάλλευση έγινε σε όλες σχεδόν τις μικρές συγκεντρώσεις χρωμιτών που εντοπίσθηκαν τόσο στο Τρόοδος όσο και στο δάσος Λεμεσού. Η εκμετάλλευσή τους έγινε κυρίως με επιφανειακές εκσκαφές και σπανιότερα με υπόγειες στοές όπως το «μεταλλείο Κακομάλη» που βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο δασικό σταθμό μεταξύ των χωριών Αψιούς και Λουβαρά. Από το μεταλλείο αυτό παρήχθησαν μεταξύ του 1952 και του 1954, 833 τόνοι χρωμιτικών εμπλουτισμάτων.

 

Η θραύση, λειοτρίβηση και εμπλουτισμός του μεταλλεύματος που εξορυσσόταν από τα μεταλλεία Τροόδους (Κοκκινόροτσου, Καννούρων και Χατζηπαύλου), γινόταν στο εργοστάσιο εμπλουτισμού που βρίσκεται πλησίον του Αγίου Νικολάου της Στέγης στην Κακοπετριά. Τα εμπλουτίσματα του εργοστασίου αυτού διαχωρίζονταν ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων σε πέντε κατηγορίες:

 

1) Σκληρό αδρομερές μετάλλευμα (Hard lumpy ore) με μέγεθος κόκκων το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 20 - 120 χιλιοστομέτρων.

2) Πυρίμαχο χονδρόκοκκο (Refractory coarse) με μέγεθος κόκκων 2-20 χιλιοστ.

3) Πυρίμαχο λεπτόκοκκο (Refractory fines) με μέγεθος κόκκων 0,2-2 χιλιοστ.

4) Λεπτομερές συμπύκνωμα (μεταλλουργικό) με μέγεθος κόκκων μικρότερο του 0,2 χιλιοστ.

5) Πολύ λεπτομερές συμπύκνωμα με μέγεθος κόκκων μικρότερο του 200 mesh.

 

Από τις πιο πάνω κατηγορίες προϊόντων οι τρεις πρώτες διετίθεντο στη βιομηχανία παραγωγής πυρίμαχων υλικών, όπως πυρίμαχων τούβλων για επενδύσεις υψικαμίνων και άλλων φούρνων υψηλής θερμοκρασίας, η 4η στη μεταλλουργία και η 5η στη χημική βιομηχανία.

 

Συνολικά μεταξύ του 1924 και του 1983 που έγινε η τελευταία εξαγωγή χρωμιτών από την Κύπρο, εξήχθησαν 563.000 τόνοι συμπυκνωμάτων χρωμιτών. Οι εξαγωγές μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 πραγματοποιούνταν από το ειδικό λιμάνι του Καραβοστασίου, μετά δε το 1974 από το λιμάνι του Βασιλικού.

 

Τα μεταλλεία χρωμίου υπήρξαν για δεκαετίες ολόκληρες ένας από τους κύριους εργοδότες εκατοντάδων φτωχών αγροτικών οικογενειών της ευρύτερης περιοχής του Τροόδους, συμβάλλοντας έτσι στην παραμονή των κατοίκων στα χωριά τους.

 

Νεότερες μεταλλευτικές έρευνες που διεξήχθησαν στις περιοχές των μεταλλείων χρωμίου απέδειξαν την ύπαρξη αποθεμάτων χρωμιτών υψηλής περιεκτικότητας της τάξης των 300.000 τόνων. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με την πρόσφατη αύξηση της τιμής του μετάλλου στη διεθνή αγορά, αυξάνει τις προοπτικές για σύντομη επαναλειτουργία των μεταλλείων χρωμίου της Κύπρου.

 

Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image