Αλάτι

Image

Το αλάτι (χλωριούχο vάτριο - NaCl), είναι φυσική ουσία χρησιμότατη στον άνθρωπο. Ονομάζεται συνήθως μαγειρικό αλάτι για να ξεχωρίζει από την γενική κατηγορία των χημικών ενώσεων (άλατα) στην οποία και ανήκει. Απαντάται τόσο σε μορφή ορυκτού, που εξάγεται από αλατωρυχεία, όσο και διαλυμένο στο θαλασσινό νερό, απ' όπου μαζεύεται με αποστράγγιση. Στην Κύπρο δεν υπάρχει ορυκτό αλάτι, υπάρχουν όμως δυο φυσικές αλυκές (σ' άλλα μέρη του κόσμου υπάρχουν και τεχνητές), που βρίσκονται: η πρώτη και σημαντικότερη όσον αφορά στην παραγωγή αλατιού, κοντά στη Λάρνακα, κι η άλλη κοντά στη Λεμεσό. Η δεύτερη είναι, πιθανότατα, μεταγενέστερη, αφού αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν μόνο εκείνη του Κιτίου, ενώ μεσαιωνικοί χάρτες της Κύπρου παρουσιάζουν την τωρινή αλυκή της Λεμεσού να είναι όχι λίμνη, αλλά κόλπος ενωμένος με τη θάλασσα (βλέπε και λήμμα Ακρωτηρίου χερσόνησος). Από την αλυκή της Λεμεσού, η οποία έδινε υποδεέστερη ποιότητα αλατιού, από τις αρχές της Αγγλοκρατίας σταμάτησε να γίνεται συγκομιδή, ενώ πρόσφατα σταμάτησε και η συγκομιδή από την Αλυκή Λάρνακας.

 

Η αλατοπαραγωγός λίμνη κοντά στη Λάρνακα ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Αναφορά ο' αυτήν κάνει πολύ συγκεκριμένα ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 31.74), που λέει ότι υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά είδη φυσικού αλατιού. Γιατί στα Βάκτρα δυο εκτεταμένες λίμνες, η μια που βλέπει στους Σκύθες κι η άλλη στους Αρίους, ξερνούν αλάτι όπως στο Κίτιον στην Κύπρο και γύρω στη Μέμφι, που το βγάζουν από τη λίμνη κι ύστερα το ξηραίνουν στον ήλιο... (μετ. Κυρ. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ , τ. Δ', μ. Α', αρ. 340).

 

Το αλάτι διαδραμάτισε για πολλούς αιώνες (14ος αι. μέχρι το 1878) εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στο εξαγωγικό εμπόριο και κατ’ επέκταση στην οικονομία της Κύπρου. Τους τελευταίους δυο αιώνες της Φραγκοκρατίας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας το αλάτι, μαζί με τη ζάχαρη, υπήρξαν τα δυο σπουδαιότερα εξαγωγικά προϊόντα του νησιού. Ειδικά για το αλάτι, ιδιαίτερα μεγάλη υπήρξε η σημασία του κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1489-1571) επειδή την εποχή αυτή η παραγωγή του νησιού, όπως εξάλλου συνέβη και στις άλλες βενετοκρατούμενες χώρες, είχε προσαρμοστεί και προσανατολιστεί στις ανάγκες της μητρόπολης. Η αρχή της «κυριάρχου» ίσχυε απόλυτα και ρύθμιζε τη μορφή και την κατεύθυνση της τοπικής οικονομίας με τη χορήγηση φορολογικών απαλλαγών ή και την επιβολή ορισμένων καλλιεργειών.

 

Τη μεγαλύτερη φροντίδα επέδειξε η Βενετία για το σιτάρι και το αλάτι, δυο βασικά προϊόντα διατροφής της εποχής. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η Κύπρος και η Κρήτη έγιναν οι σιτοβολώνες της Βενετικής Δημοκρατίας. Μεγάλη σημασία δόθηκε επίσης στην παραγωγή αλατιού. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν αλυκές σ' όλα τα εδάφη της βενετικής επικράτειας, με αποτέλεσμα το αλάτι να καταστεί ένα από τα κυριότερα προϊόντα όλων των βενετικών κτήσεων. Ο λόγος που η παραγωγή αλατιού προωθήθηκε τόσο πολύ ήταν γιατί οι ανάγκες της Βενετικής Δημοκρατίας σε αλάτι ήσαν πολύ μεγάλες. Αυτό εχρησιμοποιείτο τόσο για την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού της Βενετίας και των κτήσεών της, όσο και για εξαγωγή σ' άλλες περιοχές της Μεσογείου συμπεριλαμβανομένης και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της οποίας οι ανάγκες σε αλάτι ήσαν τεράστιες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως στα τέλη του 16ου αιώνα, μόνο από την Κριμαία στέλνονταν κατά μέσο όρο 1.000-1.200 τόνοι αλάτι. Οι κυριότερες περιοχές από τις οποίες προμηθευόταν το αλάτι η αγορά της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν τα μεταλλεία της Κριμαίας και οι αλυκές που βρίσκονταν κοντά στη Σεβαστούπολη.

 

Το εμπόριο του αλατιού θεωρείτο πολύ προσοδοφόρο, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμων, γιατί εξαιτίας των πολλαπλών χρήσεών του αποτελούσε είδος πρώτης ανάγκης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ραγουζαίου καπετάνιου Matteo Casilari, ο οποίος, στις 7 Νοεμβρίου του 1770, έφθασε από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας με το πλοίο του ένα φορτίο κυπριακού αλατιού για λογαριασμό ορισμένων Ραγουζαίων εμπόρων. Αυτός, παρά τον αποκλεισμό της Κωνσταντινουπόλεως από ρωσικά πλοία, λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768- 1774), κατόρθωσε να διασπάσει τον «κλοιό» τριών ρωσικών πλοίων και να πωλήσει στην Κωνσταντινούπολη το κυπριακό αλάτι, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει ένα τεράστιο κέρδος 400%.

 

Με το εμπόριο του αλατιού εκτός από τους Βενετούς ασχολούνταν επίσης οι Ραγουζαίοι και σε μικρότερο βαθμό κι άλλοι λαοί. Οι Ραγουζαίοι, αρχίζοντας από τον 13ο αιώνα, διατηρούσαν εμπορικούς δεσμούς με την Κύπρο και προξενείο στη Λάρνακα από τα τέλη του 17ου αιώνα. Μεταξύ των εμπορευμάτων που οι Ραγουζαίοι εισήγαν από την Κύπρο σημαντική θέση κατείχε και το αλάτι. Η Κύπρος συγκαταλεγόταν μεταξύ των μεσογειακών χωρών που διέθεταν σημαντικά περισσεύματα αλατιού, που ήσαν διαθέσιμα για εξαγωγή. Άλλες περιοχές της Μεσογείου με περισσεύματα αλατιού ήσαν η Σικελία, η Απουλία, οι περιοχές των ποταμών Νέρετβα και Μπόγιανα στην Αδριατική, η Κρήτη, η Κέρκυρα, η Ζάκυνθος κ.ά.

 

Το αλάτι διαδραμάτιζε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στο μεσαιωνικό εμπόριο, γιατί εκτός από τη μαγειρική εχρησιμοποιείτο στην κατασκευή ζωοτροφών και στη βιομηχανία. Ιδιαίτερα ευρεία ήταν η χρήση του στη συντήρηση τροφίμων, όπως γαλακτοκομικών προϊόντων —μυζηθρών και τυριών— παστών κρεάτων και παστών ψαριών. Βασικός λόγος για την εκτεταμένη χρήση του αλατιού ως συντηρητικού διαφόρων τροφίμων ήταν η παντελής έλλειψη ψυκτικών και άλλων μέσων για τη συντήρηση των τροφίμων.

 

Η σπουδαιότητα που αποδιδόταν στο αλάτι φαίνεται και από το γεγονός ότι τούτο υπέκειτο σε κρατικό μονοπώλιο και φυλαγόταν σε δημόσιες αποθήκες. Επειδή αποτελούσε είδος πρώτης ανάγκης, ήταν πρόσφορο είδος για την επιβολή φόρων και δασμών για την αύξηση των εσόδων του κράτους. Φόρος για το αλάτι μπήκε για πρώτη φορά στη μεσαιωνική Γαλλία πριν από το 14ο αιώνα. Το παράδειγμα της Γαλλίας ακολούθησαν και άλλα κράτη. Στην Κύπρο, στα τέλη του 14ου αιώνα, για να συγκεντρώσει τις 100.000 δουκάτα που απαιτούνταν για να εξαγοράσει από τους Γενουάτες το γιο του Ιανό, ο Ιάκωβος Α' φορολόγησε τον κάθε Κύπριο ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες. Εκτός της δεκάτης και άλλων φορολογιών, σε όποιον είχε ετήσιο εισόδημα 1.000 βυζάντια επέβαλε να πληρώσει εκείνο το χρόνο 1.000 βυζάντια και να πάρει μια ποσότητα αλατιού. Φορολογία επέβαλε επίσης στους φτωχούς, τους δουλοπάροικους και τους απελεύθερους, που τους ανάγκασε να πληρώσουν ένα βυζάντιο ο καθένας και να πάρουν κι αυτοί από ένα μόδιο αλάτι. Αυτό δινόταν στο λαό από τις αποθήκες των Τεμπλιωτών που βρίσκονταν απέναντι από τη σημερινή εκκλησία της Φανερωμένης στη Λάρνακα. Για την εξαγωγή αλατιού, όπως και άλλων προϊόντων από την Κύπρο, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όλοι οι ξένοι έμποροι πλήρωναν εξαγωγικό δασμό 5% επί της αξίας τους. Μειωμένο εξαγωγικό δασμό 2-3% πλήρωναν μόνο οι έμποροι που προέρχονταν από χώρες στις οποίες παραχωρούνταν ειδικά εμπορικά προνόμια (διομολογήσεις) από την οθωμανική αυτοκρατορία.

 

Η εκμετάλλευση του άλατος υπήρξε βασιλικό μονοπώλιο, αλλά η εξαγωγή γινόταν από Γενουάτες και Βενετούς. Προς τα τέλη του 14ου αιώνα ολόκληρη η παραγωγή του άλατος έφθανε περίπου τους 3,450 μετρικούς τόνους.

 

Όπως και με τη ζάχαρη το ίδιο και με το αλάτι οι βασιλείς της Κύπρου πλήρωναν τους μισθωτές τους με το εν λόγω προϊόν, οι οποίοι, συνήθως, ήταν Βενετοί, όπως ο Φρειδερίκος Κορνάρος. Το 1382 ο Φρειδερίκος Κορνάρος είχε πάρει όλη τη συγκομιδή του άλατος και απέκτησε την άδεια εξαγωγής του στο εξωτερικό. Το βενετικό κράτος με το εμπόριο του άλατος από και προς αυτό, που ήταν μονοπώλιο, είχε σημαντικό εισόδημα από τη φορολογία του προϊόντος, για την επιτόπια

κατανάλωση, αλλά και για τις εξαγωγές. Ένα ισχυρό κίνητρο για την προσάρτηση της

Κύπρου από τους Βενετούς, μεταξύ άλλων, υπήρξε και το εμπόριο του άλατος, γιατί

είχε ευρείες συνέπειες στη βενετική οικονομία. Ο βασιλιάς το 1468 είχε πληρώσει τον Μάρκο Loredano, ο οποίος τον είχε προμηθεύσει με πολυτελή υφάσματα όπως βελούδο, σκαρλάτο και μεταξωτό (sendal), από το δασμό του άλατος και την εκμίσθωση της Λίμνης της Λεμεσού.

 

Κατά τον Μεσαίωνα η Κύπρος είχε δυο αλυκές: μια στη Λεμεσό και μια άλλη, πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη, στη Λάρνακα, πάνω στην ακτή, που γι’   αυτό ακριβώς το λόγο ονομαζόταν Salines ή Marina. To αλάτι αναφέρεται ως το κυριότερο προϊόν της Κύπρου από όλους τους περιηγητές που επισκέφθηκαν το νησί κατά τον 16ο αιώνα. Η περίμετρος της αλυκής της Λάρνακας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας έφθανε τα δώδεκα μίλια. Η παραγωγή αλατιού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε απ' αυτή ικανοποιούνταν οι εγχώριες ανάγκες και περίσσευαν σημαντικές ποσότητες από τις οποίες κάθε χρόνο φόρτωναν 70 περίπου ξένα πλοία. Διασώζονται έγγραφα σύμφωνα με τα οποία, τόσο η Γερουσία της Βενετίας όσο και η Γερουσία της Ραγούζας, ανάγκαζαν τα πλοία τους που περνούσαν από την Κύπρο να ξεφορτώνουν τα φορτία τους και να φορτώνουν αλάτι για να το μεταφέρουν στη χώρα τους. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που η Γερουσία της Ραγούζας έδινε εντολή στους καπετάνιους να πουλήσουν το σιτάρι που είχαν φορτώσει και αντί αυτού να αγοράσουν αλάτι και να το μεταφέρουν στη Ραγούζα. Ο C. Hocket αναφέρει πως για ένα ολόκληρο αιώνα (16ος αι.) η Κύπρος παρέμεινε ο βασικός τροφοδότης του βενετικού κράτους σε σιτάρι και αλάτι. Η Βενετία από το αλάτι των αλυκών της Κύπρου πραγματοποιούσε ετήσια έσοδα ύψους 300.000 δουκάτων.

 

Ο περιηγητής Zuellart που επισκέφθηκε την αλυκή της Λάρνακας στο τέλος του 16ου αιώνα, γι' αυτή και το αλάτι της γράφει τα εξής: Είναι μια λίμνη κυκλική που έχει πηγές αλμυρού νερού, αλλά δέχεται και νερά της βροχής τον χειμώνα. Το καλοκαίρι αυτή παραμένει κλειστή και από τη ζέστη και τη δύναμη του ήλιου σχηματίζεται πηχτό αλάτι άσπρο σαν το χιόνι χωρίς να χρειάζεται να διυλιστεί. Σε μερικά σημεία το αλάτι έχει πάχος περισσότερο από ένα πόδι και όταν το κοιτάζεις φαίνεται σαν πάγος που θαμπώνει τα μάτια. Το αλάτι σπάζεται και μαζεύεται με σιδερένια εργαλεία στις φεγγαριές του Αυγούστου. Τότε σωριάζεται στις όχθες της λίμνης σχηματίζοντας μικρά χιονισμένα βουνά. Το αλάτι αυτό είναι ο κυριότερος θησαυρός του νησιού γιατί κάθε χρόνο μ' αυτό φορτώνεται ένας μεγάλος αριθμός πλοίων για να μεταφερθεί σε διάφορα μέρη, ακόμα και στα πιο μακρινά, όπως είναι η Βενετία.

 

Η παραγωγή του αλατιού συνεχίζει να είναι σημαντική μέχρι το τέλος της Βενετοκρατίας. Όμως με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571 αρχίζει να μειώνεται σταθερά. Η συνολική παραγωγή το 18ο αιώνα είχε ήδη μειωθεί σημαντικά. Ο G. Mariti, που παρέμεινε στην Κύπρο επτά ολόκληρα χρόνια (1760-1767), γράφοντας για την αλυκή την περίοδο αυτή αναφέρει πως ένα μέρος της ήταν ξηρό και το χρησιμοποιούσαν για καλλιέργεια και ότι αλάτι σχηματιζόταν μόνο σε έκταση που δεν ξεπερνούσε τα δυο μίλια. Το χειμώνα τα νερά της βροχής γέμιζαν τη λίμνη, ενώ το καλοκαίρι λιγόστευε το νερό αφήνοντας να σχηματιστεί στο βάθος της λίμνης στρώμα αλατιού πάχους μιας παλάμης. Σε μερικά σημεία το αλάτι που σχηματιζόταν είχε πάχος ίσο με το βάθος του νερού. Σε περιπτώσεις που η βροχόπτωση ήταν άφθονη και η υπερβολική ποσότητα του νερού θα μπορούσε να εμποδίσει το σχηματισμό του αλατιού, ανοίγονταν αυλάκια που επέτρεπαν τη διαφυγή του νερού της βροχής στη θάλασσα. Το μάζεμα του αλατιού άρχιζε τον Αύγουστο και έπρεπε να τελειώσει προτού πέσουν οι πρώτες βροχές.

 

Η ετήσια παραγωγή αλατιού προς το τέλος του 18ου αιώνα (1790) έφθανε τις 31.200 τόνους. Η αλυκή της Λάρνακας έδινε 14.500 τόνους και η αλυκή της Λεμεσού 16.700. Όμως, το αλάτι που παραγόταν στην αλυκή της Λεμεσού, εξαιτίας της κακής του ποιότητας, πουλιόταν σχεδόν στη μισή τιμή.

 

Το αλάτι συνέχιζε να είναι ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της Κύπρου και κατά τον 19ο αιώνα. Όμως, τόσο η παραγωγή του όσο και η σημασία του στην οικονομία του τόπου και ιδιαίτερα η συμμετοχή του στις εξαγωγές, είχαν μειωθεί αισθητά. Η ετήσια παραγωγή αλατιού, από τις αλυκές που υπήρχαν στο νησί, το 1805 ανερχόταν στα 4-5 εκατομμύρια οκάδες, πράγμα που σημαίνει πως σε σύγκριση με την παραγωγή που υπήρχε μόλις δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, μειώθηκε κατά 4-5 φορές. Το παραγόμενο αλάτι εξαγόταν κυρίως στη Συρία και στην Κωνσταντινούπολη. Πλην, όμως, ούτε σ' αυτές τις αγορές υπήρχε αρκετή ζήτηση που να είναι σε θέση να απορροφήσει ολόκληρη την εγχώρια παραγωγή. Τούτο σταδιακά οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής και συνεπώς των εσόδων του κράτους.

 

Σύμφωνα με έκθεση του Άγγλου προξένου στην Κύπρο Riddell, που εστάλη στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1873, τα έσοδα της τουρκικής διοίκησης από το αλάτι κατά την περίοδο 1868-1872 ήταν συνολικά 87.400 λίρες.

 

ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΑΤΙ      1868-1872

Χρόνος                       Έσοδα

1868                          £25.000

1869                          £14.000

1870                          £18.900

1871                          £20.600

1872                           £ 8.900

Σύνολο                     £87.400

 

Μέχρι το 1872 η Συρία προμηθευόταν το αλάτι της από την Κύπρο. Αργότερα, όμως, άρχισε να το προμηθεύεται από τη Βεγγάζη της Λιβύης, γιατί το τελευταίο, αντί 20 παράδες που πουλιόταν το κυπριακό, κόστιζε μόνο 17 παράδες, πράγμα που προκάλεσε την αισθητή μείωση των κυπριακών εξαγωγών. Γι’   αυτό, παρά το γεγονός ότι η ετήσια δυνατότητα της Κύπρου για παραγωγή αλατιού ανερχόταν στα 20 εκατομμύρια οκάδες, δηλ. 25.000 τόνους, η παραγωγή τούτου το 1877 ανερχόταν μόλις στα 4.463.000 οκάδες ή 5.578 τόνους. Από αυτή την παραγωγή τα 3.734.000 οκάδες ή το 83,7% εξαγόταν στη Συρία, ενώ το υπόλοιπο 14,3% καταναλωνόταν επιτοπίως.

 

Μετά τη μεταβίβαση της Κύπρου στους Άγγλους (1878), σταματούν βασικά οι εξαγωγές αλατιού. Ταυτόχρονα διακόπτεται και η παραγωγή αλατιού από την αλυκή της Λεμεσού και από τότε μόνη πηγή παραγωγής αλατιού παραμένει η αλυκή της Λάρνακας. Έτσι το αλάτι μετατράπηκε σε προϊόν περιορισμένης σημασίας που χρησιμοποιείται μόνο για εγχώρια κατανάλωση.

 

Η παραγωγή αλατιού κατά τη χρονική περίοδο 1919-1984 ικανοποιούσε σχεδόν όλες τις ανάγκες του τόπου, όμως, συχνά παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις όσον αφορά τον όγκο της παραγωγής από χρόνο σε χρόνο. Τούτο σε μερικές χρονιές καθιστούσε αναπόφευκτη ακόμη και την εισαγωγή αλατιού, κυρίως για βιομηχανικούς σκοπούς, ενώ συχνά παρατηρούνταν εισαγωγές μεταποιημένου επιτραπέζιου αλατιού σε μικρές ποσότητες.

 

Η παραγωγή σε μετρικούς τόνους σε διάφορες χρονιές ήταν η ακόλουθη:

 

Χρόνος           Παραγωγή

1919               11.874 τόνοι

1931                 5.602 τόνοι

1947               15.378 τόνοι

1967                 6.687 τόνοι

1974                 3.608 τόνοι

1982                 9.857 τόνοι

 

Το ύψος της παραγωγής εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα από το ποσοστό της ετήσιας βροχόπτωσης. Σε χρονιές που η βροχόπτωση ήταν χαμηλή, με τη χρήση αντλιών κατορθωνόταν η απορρόφηση θαλάσσιου νερού, πράγμα που αύξανε τις δυνατότητες της αλυκής για την παραγωγή αλατιού. Τούτο συνέβη το 1982, όταν με τη βοήθεια αυτής της μεθόδου κατέστη δυνατό να αυξηθεί η παραγωγή αλατιού σε 9.857 μετρικούς τόνους.

 

Το αλάτι στην Κύπρο αποτελούσε κατά παράδοση κρατικό μονοπώλιο. Η τιμή του καθοριζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο και εξαρτάτο από το σκοπό για τον οποίο θα το χρησιμοποιούσαν. Το αλάτι που εχρησιμοποιείτο στη βιομηχανία το πωλούσαν σε χαμηλότερη τιμή από το αλάτι που εχρησιμοποιείτο για οικιακούς σκοπούς.

 

Το αλάτι, όπως και πολλούς αιώνες πριν, μαζευόταν και τα τελευταία χρόνια με ένα παραδοσιακό και πρωτόγονο τρόπο γιατί η λάσπη της αλυκής, που στο εσωτερικό της ξεπερνά τα τρία πόδια, δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανικών μέσων. Η αλυκή χωριζόταν σε ορθογωνικά μέρη από τους εργάτες που αναλάμβαναν το μάζεμα του αλατιού. Κατόπιν, σχηματίζονταν μονοπάτια μέσα στην αλυκή ώστε να διευκολύνεται η κίνηση τόσο των εργατών όσο και των γαϊδουριών που χρησιμοποιούνταν για να μεταφέρουν το αλάτι έξω από την αλυκή με κοφίνες. Η κάθε ομάδα δημιουργούσε τους δικούς της σωρούς, από τους οποίους το αλάτι φορτωνόταν με τρακτέρ σε αυτοκίνητα που ζυγίζονταν στη ζυγαριά της αλυκής. Στη συνέχεια το αλάτι ξεφορτωνόταν στο αλώνι, για να σχηματιστεί μεγάλος σωρός αλατιού, σε σχήμα πυραμίδας, γιατί μ' αυτό τον τρόπο περιοριζόταν η διάβρωση που προκαλούσε η βροχή.

 

Το αλάτι παρέμενε εκεί για ένα περίπου χρόνο, μέχρι την επόμενη συγκομιδή. Αν όμως η παραγωγή κρινόταν αρκετή για την ικανοποίηση των αναγκών και του επόμενου χρόνου, η νέα συγκομιδή μπορούσε να αναβληθεί για τον μεθεπόμενο χρόνο. Η εργασία για το μάζεμα του αλατιού διαρκούσε τέσσερις εβδομάδες και σε αυτήν απασχολούνταν εκατό περίπου εργάτες.

 

Η Κύπρος δεν παράγει πλέον αλάτι. Η αλυκή της Λεμεσού είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται ως χώρος συλλογής αλατιού ήδη από τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, και για έναν περίπου αιώνα αλάτι εξασφαλιζόταν μόνο από την αλυκή της Λάρνακας, σε ποσότητες που ικανοποιούσαν την τοπική αγορά. Πρόσφατα έχει οριστικά διακοπεί και η συλλογή αλατιού από την αλυκή της Λάρνακας, κυρίως λόγω του ότι η όλη διαδικασία μαζέματος, αποθήκευσης, επεξεργασίας και συσκευασίας του αλατιού είχε γίνει ασύμφορη οικονομικά. Δεδομένου ότι η εισαγωγή από το εξωτερικό των αναγκαίων ποσοτήτων αλατιού κάθε χρησιμοποιουμένου είδους (επιτραπέζιου, μαγειρικού) μπορούσε να γίνεται με κόστος ακόμη και χαμηλότερο εκείνου που απαιτείτο για την ντόπια παραγωγή με βάση τα νέα δεδομένα (αυξήσεις εργατικών κλπ.), η οριστική διακοπή της παραγωγής αλατιού στην Κύπρο ήταν φυσιολογική. Επίσης και άλλοι λόγοι (υγιεινής για παράδειγμα) συνέτειναν στην διακοπή της παραγωγής.

 

Έτσι, όπως και η αλυκή της Λεμεσού, και εκείνη της Λάρνακας αν και εξακολουθεί να παράγει αλάτι, παραμένει πλέον ως ένα αξιοθέατο αλλά και ως πολύ σημαντικός υγροβιότοπος.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image