Βιομηχανία

Περίοδος 1960-1973

Image

Κατά την περίοδο 1960 - 1973 η εξωτερική και εσωτερική συγκυρία διαμορφώνεται με ευνοϊκότερο τρόπο για την εγχώρια παραγωγή, ενώ ο άνεμος αισιοδοξίας που συνοδεύει τα πρώτα χρόνια της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας θα επαναφέρει στην επιφάνεια το αναπτυξιακό πρόγραμμα του νεαρού κράτους, που θα εκφραστεί στην πράξη με την ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της δικής του πια κυβέρνησης.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, επεξηγώντας στη Βουλή των Αντιπροσώπων το Α ' Πενταετές Πρόγραμμα Αναπτύξεως, επεσήμανε την αναγκαιότητα στροφής προς τη βιομηχανική ανάπτυξη για τη δημιουργία επιπρόσθετης απασχόλησης και αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Η μηχανοποίηση της εργασίας στη γεωργία και οίον τομέα των μεταλλείων, συνοδευόμενη από τους σχετικά τότε ψηλούς ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού, δημιουργούσαν πιεστικές ανάγκες νέων ευκαιριών απασχόλησης, ενώ από τη ν άλλη η περιορισμένη έκταση της καλλιεργήσιμης γης και τα ανυπέρβλητα προβλήματα πλήρους αξιοποίησης της, ήταν περιοριστικοί παράγοντες στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κυπριακού λαού. Έτσι η στροφή προς τη βιομηχανική ανάπτυξη παρουσιαζόταν σαν η μόνη διέξοδος σ' αυτά τα οικονομικά αδιέξοδα. Από την άλλη όμως πλευρά, η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία έπασχε από σοβαρή έλλειψη βιομηχανικής υποδομής που καθιστούσε τη μεταπήδηση αυτή σχεδόν προβληματική. Τα κυριότερα προβλήματα που περιγράφονται στο Α ' Πενταετές Πρόγραμμα Αναπτύξεως ήταν τα ακόλουθα:

 

1. Δυσανάλογα ψηλό το εισαγωγικό εμπόριο σε σχέση με το εξαγωγικό και μεγάλη εξάρτηση του βιομηχανικού τομέα από εισαγόμενες πρώτες ύλες.

2. Μικρό μέγεθος της κυπριακής αγοράς.

3. Έλλειψη επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.

4. Χαμηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων.

5. Ανυπαρξία ειδικού χρηματοδοτικού οργανισμού.

6. Μικρό μέγεθος της βιομηχανικής μονάδας.

 

Η στρατηγική που ακολουθήθηκε στην περίοδο αυτή ήταν βασικά πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης εκείνων των βιομηχανιών που θα χρησιμοποιούσαν τοπικές πρώτες ύλες ή θα μεταποιούσαν εισαγόμενες με ψηλή όμως προστιθέμενη αξία. Ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε κυρίως στη δημιουργία των καταλλήλων συνθηκών που θα ενεθάρρυναν τον ιδιωτικό τομέα να προβεί στις επιθυμητές επενδύσεις. Έτσι τα μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση αποσκοπούσαν στη βελτίωση της κατάλληλης υποδομής με την κατασκευή των αναγκαίων έργων, στην παροχή δασμολογικής προστασίας στα τοπικώς παραγόμενα προϊόντα, στην παροχή ειδικής εκπαίδευσης και κινήτρων για καινούργιες επενδύσεις.

Πιο ειδικά, κατά την περίοδο αυτή, δημιουργήθηκαν βιομηχανικές περιοχές στη Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα και άρχισαν τα έργα υποδομής τέτοιας περιοχής στην Αμμόχωστο, κατά σκευάστηκαν νέα λιμάνια στη Λεμεσό και τη Λάρνακα, έγινε νέο αεροδρόμιο στη Λευκωσία, αναπτύχθηκαν οι επικοινωνίες και επεκτάθηκε ο εξηλεκτρισμός.

 

Παράλληλα, για τη βελτίωση του χρηματοδοτικού συστήματος, ιδρύθηκε η Τράπεζα Αναπτύξεως για τη χρηματοδότηση μακροπροθέσμων βιομηχανικών έργων. Στην Τράπεζα Αναπτύξεως, που είχε ιδιωτικό χαρακτήρα, συμμετέσχε κατ' αρχήν η κυβέρνηση μ' ένα ποσό £600.000. Από την ίδρυση της μέχρι το 1973, παραχώρησε δάνεια ύφους £3,5 εκατομμύρια. Αν και τα ποσά που διετέθησαν από τη ν Τράπεζα Αναπτύξεως δεν κρίνονται σαν ικανοποιητικά, εντούτοις ως θεσμός πιστώνεται με μια θετικότατη προσφορά στην ανάπτυξη της κυπριακής βιομηχανίας. Στη" ίδια περίοδο ιδρύθηκε το Κέντρο Παραγωγικότητας με απώτερο στόχο τη ν αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας, κάπα Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο για την τεχνική κατάρτιση στελεχών της βιομηχανίας. Παράλληλα προωθήθηκε ο εκσυγχρονισμός της εμπορικής νομοθεσίας. Στην προσπάθεια για αύξηση των εξαγωγών ιδρύθηκαν τα πρώτα εμπορικά κέντρα στο εξωτερικό και συνήφθηκαν αρκετές διμερείς εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες.

 

Οι θετικές αυτές εξελίξεις βρήκαν τη ν πρέπουσα ανταπόκριση από τον ιδιωτικό τομέα, που κινήθηκε διστακτικά στην αρχή και περισσότερο δραστήρια αργότερα, με αποτέλεσμα η βιομηχανία να παρουσιάσει αυξημένους συγκριτικά ρυθμούς ανάπτυξης. Έτσι, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή κυμαινόταν γύρω στο 7%, ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης του βιομηχανικού τομέα ήταν περί το 9%. Η συμβολή του ιδίου τομέα στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανήλθε στο 14,5% από 12,9% που ήταν το 1960. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων σημείωσαν παράλληλη αύξηση και αντιπροσώπευαν το 20,3% των συνολικών εξαγωγών στο τέλος της 5ετούς περιόδου, σε σύγκριση με 11,7% το 1961. Αύξηση σημείωσε και η απασχόληση στο βιομηχανικό τομέα, ενώ από την άλλη πλευρά παρατηρήθηκε μια κάθετη μείωση στον αριθμό των μονάδων και μετακίνηση προσωπικού από μικρές και μη παραγωγικές μονά δες, σε μεγαλύτερες. Σύμφωνα με την Απογραφή Βιομηχανίας του 1954 λειτουργούσαν στην Κύπρο 11.330 βιομηχανικές μονάδες από τις οποίες ελάχιστες ήταν μεγάλου ή μετρίου μεγέθους, ενώ στην Απογραφή του 1972 οι βιομηχανικές μονάδες ήσαν μόνο 7.610 με μεγαλύτερο μέγεθος κατά μέσο όρο. Σημειώνεται δηλαδή μια θετικότατη διαρθρωτική μεταβολή και τίθενται κάποιες σοβαρές βάσεις για μηχανοποίηση και τεχνολογική ανέλιξη.