Εμπόριο

Το εμπόριο της Κύπρου κατά την Αρχαιότητα (μέχρι το 330 μ.Χ.)

Image

Ο πλούτος της Κύπρου σε μεταλλεύματα, η άφθονη ξυλεία, τα περιζήτητα αγροτικά προϊόντα, η πλούσια χειροτεχνία, τα λιμάνια και οι δυνατότητες ναυπήγησης πλοίων, αλλά και η ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, πρόσφεραν από τα πανάρχαια χρόνια τις ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τον έξω κόσμο, ιδιαίτερα με τους γειτονικούς λαούς και κατά πρώτο λόγο με τον ελληνικό κόσμο και την Ανατολή. Ταυτόχρονα όμως, για τους ίδιους λόγους, το νησί απετέλεσε και το στόχο διαφόρων κατακτητών, υπέστη αλλεπάλληλες επιδρομές και γνώρισε πολλούς κυρίαρχους. Όμως, παρόλα τα δεινά και τις καταστροφές, σ' όλες τις περιόδους της μακραίωνης ιστορίας του, το νησί διαδραμάτισε πολύ σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στο εμπόριο της περιοχής, δυσανάλογα μεγαλύτερο του μεγέθους του.

 

Ένα είδος υποτυπώδους εμπορίου η Κύπρος είχε ήδη αναπτύξει με τη Μικρά Ασία από τη Νεολιθική εποχή (7000 - 6000π.Χ.). Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο οψιανός λίθος, που βρέθηκε σε κυπριακούς νεολιθικούς οικισμούς, δεν υπάρχει στην Κύπρο. Απ' αυτόν ήσαν κατασκευασμένα πολλά νεολιθικά εργαλεία (λεπίδες και βέλη) που βρέθηκαν στη Χοιροκοιτία κ.α.

Ήδη από την 3η χιλιετηρίδα π.Χ. υφίσταντο και κάποιες επαφές των Ετεοκυπρίων προς τους Αιγυπτίους. Οι επαφές αυτές είχαν βασικά τη μορφή εμπορικών συναλλαγών. Στους πλούσιους λαξευτούς τάφους της Βασιλείας βρέθηκαν ανάμεσα στα κτερίσματα χάλκινα εργαλεία και όπλα, καθώς και αλαβάστρινα αγγεία που είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο. Τις σχέσεις με την Αίγυπτο επιβεβαιώνουν και οι χάντρες από φαγεντιανή που βρέθηκαν σε άλλους τάφους της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (2300 - 1850 π.Χ.).

 

Βλέπε λήμμα: Αίγυπτος και Κύπρος

 

Εξαγωγή χαλκού: Η εξαγωγή του χαλκού, ως ήταν φυσικό, οδήγησε στη δημιουργία λιμανιών, η εμφάνιση των οποίων μπορεί να τοποθετηθεί στην Πρώιμη Χαλκοκρατία. Την εποχή αυτή οι επαφές του νησιού με τον έξω κόσμο αρχίζουν να παίρνουν τακτικό χαρακτήρα. Τα πρώτα κοιτάσματα χαλκού που έτυχαν εκμεταλλεύσεως βρίσκονταν στην οροσειρά του Τροόδους. Απ' εκεί διοχετεύονταν προς τη βόρεια ακτή της Κύπρου όπου γίνονται και οι πρώτες διευθετήσεις για τη ν ομαλή εξαγωγή του ορυκτού προς την Ανατολή ή την Κρήτη. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, λόγω της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης χαλκού από το εξωτερικό, διευρύνθηκε και αναπτύχθηκε με ταχύτερο ρυθμό στη διάρκεια της Μέσης Χαλκοκρατίας (1850 - 1600 / 1550 π.Χ.) με τη δημιουργία νέων κέντρων εξαγωγής όπως η Έγκωμη, η Καλοψίδα κ.α.

 

Βλέπε λήμμα: Η εποχή του χαλκού

 

Σύμφωνα με μια θεωρία, η Καλοψίδα, στα δυτικά της Έγκωμης, που παρουσιάζεται ως πρωτεύουσα της Κύπρου γύρω στα τέλη της Μέσης Χαλκοκρατίας, θέτει υπό τον έλεγχο της το εμπόριο με την Ανατολή και γίνεται έτοι ο πρόδρομος της μεγάλης αλλαγής που ολοκληρώθηκε στην επόμενη περίοδο και οδήγησε στην ανάπτυξη της ανατολικής και της νότιας ακτής της Κύπρου σε βάρος της βόρειας και της δυτικής. Είναι γνωστό πως η βορειοδυτική Κύπρος ανέπτυξε σχέσεις με την Κρήτη στα πρώτα χρόνια της Μέσης Χαλκοκρατίας. Ακριβώς στη βόρειο δυτική Κύπρο βρέθηκαν και τα περισσότερα μυκηναϊκά αγγεία και χάλκινα αντικείμενα. Πιθανότατα όμως οι σχέσεις αυτές ήσαν μονομερείς. Από τα λιγοστά μυκηναϊκά αντικείμενα που βρέθηκαν κυρίως σε τάφους στο Κάρμι και στη Λάπηθο, συμπεραίνουμε ότι μεταξύ Κρήτης και Κύπρου υπήρχαν εμπορικές συναλλαγές χωρίς βέβαια να είμαστε βέβαιοι αν αυτές ήσαν αμοιβαίες και στενές. Τα κυπριακά είδη κεραμικής που βρέθηκαν ως σήμερα στην Κρήτη δεν είναι υπολογίσιμα. Επομένως το μόνο σημαντικό εμπόρευμα που φόρτωναν τα κρητικά καράβια προσεγγίζοντας στα λιμάνια της βόρειας ακτής της Κύπρου κατά την επιστροφή τους από το κοσμοπολίτικο λιμάνι της Συρίας, την Ουγκαρίτ, πρέπει να ήταν ο χαλκός. Με την επικράτηση των νοτιοανατολικών ακτών της Κύπρου, με κέντρο την Καλοψίδα, σε βάρος των βορειοδυτικών, προς το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας, αναπτύσσονται οι εμπορικές σχέσεις του νησιού με τη συροπαλαιστινιακή ακτή και την Κρήτη και ιδιαίτερα την Κυδωνιά. Τότε ακριβώς η κυπριακή αγορά κατακλύζεται από ξένα αγγεία διαφόρων τύπων.

 

Σχέσεις της Κύπρου με το Αιγαίο: Οι συναλλαγές της Κύπρου με το εξωτερικό συνεχίζονται και αναπτύσσονται σημαντικά κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1600 - 1050 π.Χ.). Στους τάφους της εποχής αυτής ανάμεσα στα κτερίσματα αφθονούν τα αγγεία που έχουν εισαχθεί από τη συροπαλαιστινιακή ακτή. Την ίδια εποχή τα κυπριακά αγγεία εξάγονται στην Ανατολή και ιδιαίτερα στη Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο. Ένα νέο στοιχείο που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στη βορειοδυτική ακτή (Αγία Ειρήνη και Μόρφου) είναι οι σχέσεις της Κύπρου με το Αιγαίο. Ενώ προηγουμένως ελάχιστες μαρτυρίες υπήρχαν για μια τέτοια επαφή, τα κτερίσματα τάφων των αρχών του 16ου αιώνα π.Χ. μας πείθουν ότι η επικοινωνία αυτή ήταν σημαντική. Ο πολύτιμος χαλκός εξαγόταν από την περιοχή της Μόρφου, με την πλούσια χαλκούχο ενδοχώρα, και στα λιμάνια της περιοχής σύχναζαν οι ξένοι έμποροι που έφερναν μαζί τους και τα εξωτικά προϊόντα του Αιγαίου. Κατά πάσαν πιθανότητα οι έμποροι αυτοί ήσαν Κρήτες, που είχαν εμπορική αποικία και στην απέναντι της Κύπρου συριακή ακτή, στην Ουγκαρίτ.

 

Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών ύστερα από την εκδίωξη των Υκσώς, των Ποιμένων Βασιλέων, από την Αίγυπτο, γύρω στα 1580 π.Χ., διαλύθηκαν το κλίμα του φόβου και η αναταραχή που ανάγκασαν τους Κυπρίους να οχυρώνονται κατά μήκος της βόρειας οροσειράς ή στο εσωτερικό, και αρχίζει μια περίοδος προόδου που εκφράζεται κυρίως με τη νέα άνθηση του εμπορίου. Πολλά από τα παλαιά κέντρα της Πρώιμης και Μέσης Χαλκοκρατίας εγκαταλείπονται και ιδρύονται νέες πόλεις κατά μήκος της νότιας και ανατολικής ακτής που προσφέρονται περισσότερο για τη διεξαγωγή του εμπορίου. Παρόλο που διατηρήθηκαν μερικά εμπορικά κέντρα και κατά μήκος της βόρειας ακτής, το κέντρο βάρους μετά το 16ο αιώνα π.Χ. είχε πια οριστικά μεταφερθεί στη νοτιοανατολική Κύπρο, όπου έμελλε να παρά μείνει για πολλούς αιώνες.

 

Είναι ακριβώς την εποχή αυτή, στα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ., που αναβίωσε πολύ απότομα η Έγκωμη. Διαθέτοντας μικρό λιμάνι, μεταβλήθηκε σε μικρή πόλη που αναπτυσσόταν σταδιακά σε μεγάλο εμπορικό κέντρο επεξεργασίας και εξαγωγής του χαλκού στις γειτονικές χώρες της Εγγύς Ανατολής (ιδιαίτερα με την Ουγκαρίτ, η Έγκωμη είχε άμεσες εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις) και στην Αίγυπτο.

 

Βλέπε λήμμα: Αχαιοί και Κύπρος

 

Γύρω στον 14ο αι. π.Χ. η Κρήτη παύει να κυριαρχεί στο Αιγαίο και η δύναμη περιέρχεται στα χέρια των Μυκηναίων. Οι Μυκηναίοι εξελίσσονται σε ναυτική δύναμη και πολύ σύντομα αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις με την Ανατολική Μεσόγειο, που άλλοτε αποτελούσε μονοπώλιο σχεδόν των Κρητών. Στην Αίγυπτο και στη συροπαλαιστινιακή ακτή εμφανίζονται μεγάλες ποσότητες μυκηναϊκών αγγείων κυρίως όμως στην Κύπρο, όπου από τις αρχές κιόλας του 14ου αι. π.Χ. δεν υπάρχει σχεδόν τάφος χωρίς μυκηναϊκά αγγεία. Την ίδια εποχή συνεχίζεται και το εμπόριο με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Ο πλούτος που εισρέει στην Κύπρο, ως αποτέλεσμα των εξαγωγών χαλκού, αντικαθρεφτίζεται στα πλούσια κτερίσματα των τάφων του 14ου και του 13ου αιώνα π.Χ. Δίπλα στα ωραιότατα μυκηναϊκά αγγεία, που πολλές φορές είναι όσα και τα κυπριακά, υπάρχουν εξωτικά έργα τέχνης από αλάβαστρο και ελεφαντόδοντο από την Αίγυπτο και τη Συρία και έτσι το νησί γίνεται μια διεθνής αγορά αιγαιακών και ανατολικών προϊόντων.

 

Η μεγάλη ακμή και ευδαιμονία της Έγκωμης είχε ήδη αρχίσει από τον 14ο αι. π.Χ. με την άφιξη και την προσωρινή εγκατάσταση σ' αυτή των πρώτων Μυκηναίων τεχνιτών και εμπόρων, και φθάνει στο αποκορύφωμα της στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. με τον αποικισμό της από τους Αχαιούς και τη μόνιμη εγκατάσταση τους σε αυτή. Στον 14ο και 13ο αι. π.Χ. χρονολογούνται και οι πλουσιότεροι τάφοι, που σκάφτηκαν στην Έγκωμη, καθώς και τα εργαστήρια επεξεργασίας του χαλκού που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή της βόρειας πύλης της πόλης. Από το λιμάνι της Έγκωμης εξάγονταν τα τάλαντα χαλκού στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες. Επίσης, όπως έδειξαν πρόσφατες έρευνες, κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία είναι πολύ πιθανόν στην Αίγυπτο να εξάγονταν από την Κύπρο μεγάλες ποσότητες οπίου σε ειδικά φλασκίδια.

 

Εγκαταστάσεις μικρών λιμανιών: Εγκαταστάσεις μικρών λιμανιών τον 12ο αι. π.Χ. συναντούμε επίσης στην Αγία Ειρήνη, στην Κερύνεια και στην Ακάνθου. Στην αρχή του 12ου αι. π.Χ. εξαιτίας των καταστροφών που προκλήθηκαν από σεισμούς και της εισβολής στο νησί των «Λαών των Θαλασσών» παρατηρήθηκε παρακμή της εμπορικής δραστηριότητας. Όμως λίγες δεκαετίες αργότερα (1150 π.Χ.) φθάνει στο νησί ένα νέο κύμα Αχαιών αποίκων που η εγκατάσταση τους συμβάλλει στη δημιουργία νέων πόλεων, που για ευνόητους λόγους, ήσαν όλες παραθαλάσσιες. Την ίδια εποχή εγκαθίστανται μόνιμα στην Κύπρο και πολλοί Μυκηναίοι έμποροι που είχαν νωρίτερα δημιουργήσει τα «εμπόρια» τους.

 

Εγκατάσταση των Φοινίκων: Γύρω στα μέσα του 9ου αι. π.Χ. (850 π.Χ.) αρχίζουν να εγκαθίστανται στην Κύπρο και κυρίως στο Κίτιον, οι Φοίνικες, προερχόμενοι από τα ανατολικά, ασχολούμενοι βασικά με το εμπόριο, αλλά που φέρνουν κι αυτοί μαζί τους, όπως κι οι Αχαιοί και οι Μυκηναίοι, στοιχεία του δικού τους πολιτισμού και της δικής τους θρησκείας που τα μεταφυτεύουν στο νησί. Η διαιώνιση και η επέκταση της φοινικικής επίδρασης στην Κύπρο διευκολύνεται από μια σειρά πολιτικών γεγονότων έξω από την Κύπρο. Στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανίζονται νέες αυτοκρατορίες, η μια μετά την άλλη, με επεκτατικές διαθέσεις, και η Κύπρος είναι το πρώτο τους θύμα: οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες. Οι Φοίνικες συνεργάζονται με τους εκάστοτε κατακτητές, παραμένουν πλούσιοι, γιατί έχουν στα χέρια τους το εμπόριο του χαλκού, και κατακλύζουν το νησί με προϊόντα της ανατολικής τέχνης.

 

Τον 8ο αι. π.Χ. η ανάπτυξη της ιωνικής τέχνης προσφέρει στους Κυπρίους νέα πρότυπα, και η ιωνική επίδραση τους στη γλυπτική, παράλληλα με την αιγυπτιακή, είναι καταφανής. Ελληνικά έργα τέχνης εισάγονται στην Κύπρο, κυρίως αγγεία, και κυπριακά αντικείμενα (πήλινα ειδώλια και χάλκινα αντικείμενα) εξάγονται στα νησιά του Αιγαίου, περισσότερο στη Ρόδο και στη Σάμο ˙ η δε επαφή με τους Έλληνες αποίκους της Ναυκράτιδος, ελληνικής αποικίας στην Αίγυπτο, θα ήταν άμεση, αν κρίνουμε από το αρχαιολογικό υλικό που ήρθε στο φως στη Ναυκράτιδα. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι στις επικοινωνίες τους με τη νέα αυτή αποικία οι Έλληνες σταματούσαν και στα κυπριακά λιμάνια.

 

Βλέπε λήμμα: Άμασις ή Άμχωσις

 

Κυριαρχία των Ασσυρίων: Ακολουθεί η για ένα περίπου αιώνα κυριαρχία των Ασσυρίων στην Κύπρο, λαού που και πάλι προέρχεται από την Ανατολή, κι ύστερα η σχετικά σύντομη, αλλά με σοβαρές επιδράσεις, κυρίως στις τέχνες και στη θρησκεία, υποταγή της Κύπρου στην Αίγυπτο. Άλλος ένας ανατολικός λαός τους διαδέχεται, οι Πέρσες, που έχουν ήδη εξελιχθεί σε ισχυρή δύναμη και καταλαμβάνουν το νησί από το 546 π.Χ. Οι Πέρσες κυριαρχούν και στην Αίγυπτο, όπως και στη Μικρά Ασία και στις απέναντι της Κύπρου ανατολικές χώρες. Η Κύπρος, που διατηρεί αδιάκοπες σχέσεις προς την Ελλάδα, γίνεται ο χώρος αλλεπάλληλων συγκρούσεων και εξεγέρσεων κατά των Περσών, εξεγέρσεων που είτε υποκινούνται είτε υποβοηθούνται από τους Έλληνες και κυρίως τους Αθηναίους, που οργανώνουν μάλιστα και στρατιωτικές αποστολές για απελευθέρωση της Κύπρου.

 

Αναζωογόνηση των σχέσεων Κύπρου- Ελλάδας: Τον 6ο αι. π.Χ. με την αναζωογόνηση των σχέσεων της Κύπρου με την κυρίως Ελλάδα, τη Ρόδο και την Ιωνία, τα ανώτερα σε ποιότητα ελληνικά αγγεία εμφανίζονται στην κυπριακή αγορά, αρχικά ως είδη πολυτελείας και αργότερα ως είδη πρώτης ανάγκης. Γενικά ο 6ος αι. π.Χ. απετέλεσε σημαντικό σταθμό στη δημιουργική εξέλιξη της ελληνικής τέχνης που η επίδραση της υπήρξε καταφανής στην αρχιτεκτονική, στην αγγειογραφία και στη γλυπτική, πράγμα που συνέβαλε ώστε πολλά έργα ελληνικής τέχνης να εισάγονται στην Κύπρο. Ο Κύπριος κεραμέας, ιδίως στην περιοχή του Μαβιού που ήταν το κέντρο του εμπορίου με την Ελλάδα, στην προσπάθεια του να συναγωνιστεί την ανώτερη ποιότητα των εισαγομένων αγγείων, εφεύρε ένα νέο ρυθμό κεραμικής, την οινοχόη με πλαστική προχοή και με ειδώλιο κόρης στον ώμο.

 

Βλέπε λήμμα: Αγγειοπλαστική- Κύπρος αρχαϊκά αγγεία

 

Το σύντομο αλλά θυελλώδες πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Ελλάδα στα βάθη της Ασίας (που το ακολουθούν και αρκετοί Κύπριοι), διαδέχονται οι ανταγωνισμοί των Επιγόνων, ώς ότου η Κύπρος κερδίζεται τελικά από τους Πτολεμαίους και προσαρτάται στο αιγυπτιακό τους κράτος. Κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο, όπως δείχνουν τα εισαγμένα αγγεία και η επίδραση της γλυπτικής της Αττικής πάνω στην κυπριακή, η Κύπρος διατηρούσε στενές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Αττική.

 

Οι ατέρμονες διαμάχες μεταξύ των Πτολεμαίων ήταν φυσικό να εξασθενήσουν το κράτος και να το καταστήσουν ευάλωτο στους Ρωμαίους που τελικά χωρίς καμιά δυσκολία κατέλαβαν το νησί το 58 π.Χ. Η διοίκηση των Ρωμαίων ήταν σκληρή και μοναδικός σκοπός της ήταν η αισχροκέρδεια και η εκμετάλλευση του πληθυσμού του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τόκος για δάνεια χρημάτων έφθασε μέχρι το 48%! Αυτοί επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση του πλούτου της Κύπρου και κυρίως των μεταλλείων χαλκού, που περιήλθαν στην κυριαρχία του αυτοκράτορα. Κατά την περίοδο αυτή, σπουδαιότερη πόλη του νησιού και εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου ήταν η Πάφος, που αφού ανοικοδομήθηκε μετά τις καταστροφές που υπέστη από το σεισμό που έγινε το 15 π.Χ., μετονομάστηκε σε Αυγούστα προς τιμή του αναστηλωτή της Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου.

 

Σημαντικά προϊόντα που παράγει η Κύπρος: Μεταξύ των διαφόρων σημαντικών προϊόντων του νησιού που μνημονεύει ο γεωγράφος Στράβων (65 π.Χ. - 25 μ.Χ.), που ζούσε όταν η Κύπρος έγινε ρωμαϊκή επαρχία, είναι το κρασί, το ελαιόλαδο και το σιτάρι (εὒοινός ἐστί καί εὐέλαιος, σίτῳ τε αὐτάρκει χρῆται). Όμως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα πως το νησί είχε περισσεύματα για διεξαγωγή τακτικού και κανονικού εμπορίου με τον ελληνικό κόσμο, γιατί ποτέ δεν υπήρξε μεγάλος σιτοβολώνας όπως η Αίγυπτος, η Κυρήυη και ο Εύξεινος Πόντος. Βέβαια, η Κύπρος θα προμήθευε την Αθήνα, σε χρονιές καλής παραγωγής, με μικρές ποσότητες που θα προσετίθεντο σε εκείνες που έφθαναν από άλλες γειτονικές περιοχές (Κυρήνη, Αίγυπτο). Ο Στράβων αναφέρει ότι πλουσιότατα ήσαν και τα μεταλλεία χαλκού, κυρίως τα μεταλλεία της Ταμασσού. Τα μεταλλεύματα και κυρίως ο χαλκός, αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του εξαγωγικού εμπορίου της Κύπρου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι τα δάση του νησιού ήσαν ακόμη πυκνά, αλλά υπήρξε εποχή που το κέντρο του νησιού ήταν αδιάβατο. Στην εποχή του τα δάση είχαν λιγοστέψει, επειδή διαρκώς έκοβαν δέντρα για την εκκαμίνευση του μεταλλεύματος και τη ναυπήγηση πλοίων.

 

Μεταξύ των κυπριακών προϊόντων που εξάγονταν στο εξωτερικό αναμφίβολα ήδη από τον 4ο αι. Π.Χ. συγκαταλέγονταν τα αμύγδαλα. Τούτο συμπεραίνεται από τα ευρήματα του περίφημου ναυαγίου της Κερύνειας. Μερικοί από τους αμφορείς περιείχαν αμύγδαλα σε πολύ καλή κατάσταση.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια