Εμπόριο

Το Εμπόριο κατά την Αγγλοκρατία (1878-1960)

Image

Κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας η Κύπρος εξακολουθούσε να είναι μια καθυστερημένη αγροτική χώρα. Η γεωργία, που ήταν η κυριότερη οικονομική πηγή του νησιού, βρισκόταν ακόμη σε αρχέγονη κατάσταση, η βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και η ναυτιλία εντελώς αφανής. Η γη είτε εκαλλιεργείτο με πρωτόγονα μέσα είτε παρέμενε ακαλλιέργητη, γιατί ο πληθυσμός εστερείτο κάθε μέσου και υποστήριξης για την εκμετάλλευση και αξιοποίηση της. Η κτηματική περιουσία αλλά και η απόδοση της γης εξέπεσε πολύ πιο χαμηλά παρά επί τουρκοκρατίας, ενώ ο κτηματικός φόρος έμεινε σταθερός στα προηγούμενα ψηλά επίπεδα. Η δυσβάστακτη φορολογία συντελούσε στη γρηγορότερη καταστροφή των γαιοκτημόνων, στους οποίους η καλλιέργεια της γης πολλές φορές δεν απέφερε ούτε το ποσό του πληρωτέου φόρου. Η βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη- υπήρχαν μόνο ορισμένες βιοτεχνίες που ασχολούνταν με την παραγωγή ειδών για την ικανοποίηση των βασικών καθημερινών αναγκών του πληθυσμού, πρωτίστως σε γεωργικά εργαλεία, οικιακά σκεύη, είδη ένδυσης, υπόδησης κ.α.

 

Το εσωτερικό εμπόριο λόγω της ανεπαρκούς συγκοινωνίας ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένο και είχε τοπικό παρά παγκύπριο χαρακτήρα, και αναπτυσσόταν μόνο σε συγκεκριμένα σημεία της κάθε πόλης και στα μεγαλύτερα πανηγύρια. Το εξωτερικό εμπόριο φυτοζωούσε και περιοριζόταν, όσον αφορά τις εισαγωγές, στα πιο απαραίτητα είδη για τη διατροφή και την ικανοποίηση των πιο βασικών αναγκών του πληθυσμού, ενώ τις εξαγωγές αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα παραδοσιακά γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρά τις θετικές αλλαγές που ήσαν εμφανείς σ' ορισμένους τομείς όπως η ασφάλεια, η απονομή της δικαιοσύνης κ.α., η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Σε υπόμνημα που εστάλη στην κυβέρνηση της Αγγλίας το 1890, η οικονομική κατάσταση στο νησί περιγράφεται ως αισθητά χειρότερη από εκείνη που επικρατούσε επί τουρκοκρατίας και εκφράζονται φόβοι ότι αυτή επρόκειτο να καταλήξει σε οικονομική καταστροφή. Ως λόγοι για τη φοβερή αυτή κατάσταση αναφέρονται η μείωση της τιμής των κυπριακών προϊόντων στη διεθνή αγορά, η φοβερή φορολογική καταπίεση και η αποστράγγιση του ορυκτού πλούτου. Επιπλέον επισημαίνεται η σημαντική μείωση της αξίας της ετήσιας παραγωγής, που μόλις έφθανε τις £90.000 κατά την περίοδο 1882/3 - 1886/7.

 

» Βλέπε λήμμα: Μεταλλείο Αμιάντου

 

Η Αγγλία δεν ενδιαφερόταν για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού, αλλά χρησιμοποίησε τους οικονομικούς πόρους και ιδιαίτερα το εξαγωγικό του εμπόριο για την εξασφάλιση τόσο του ενοικίου, που ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην Τουρκία — και του οποίου το ύφος ανερχόταν σε £93.000—, όσο και άλλων ωφελημάτων όπως ήσαν οι κάθε λογής φόροι. Το ύφος των φόρων, ενώ στα τελευταία πέντε χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ξεπερνούσε τις £130.000 το χρόνο, το 1880, όπως ανέφερε σε έκθεση του ο ύπατος αρμοστής, ανήλθε στις £170.000. Από το ποσό αυτό η αγγλική κυβέρνηση κάθε χρόνο ξόδευε για την ίδια την Κύπρο μόνο τις £52.000, δηλαδή λιγότερο από το 1/3.

 

ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ 1878-1897 (σε αγγλικές λίρες)

Έτος

Εισαγωγές

Εξαγωγές

Εμπορικό πλεόνασμα(+) ή έλλειμμα(-)

1878

300.318

198.346

-101.972

1879

398.056

307.223

-90.833

1880

325.762

252.311

-73.451

1881

385.962

305.053

-80.909

1882

430.679

351.057

-79.622

1883

385.323

318.840

-66.483

1884

351.961

317.524

-34.437

1885

367.742

322.231

-45.511

1886

407.126

355.985

-51.141

1887

374.684

243.168

-131.516

1888

250.490

239.130

-11.360

1889

297.881

339.316

+41.435

1890

371.077

433.583

+62.506

1891

417.037

458.088

+41.051

1892

369.974

338.959

-31.015

1893

316.872

316.543

-329

1894

272.415

299.697

+27.282

1895

276.318

308.716

+32.398

1896

290.084

322.631

+32.547

1897

294.660

287.660

-7.000

 

Ο πιο πάνω πίνακας δείχνει τις ετήσιες εισαγωγές και εξαγωγές για τα πρώτα 20 χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878 - 1897). Απ' αυτόν συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:

 

  1. Ότι ο ετήσιος μέσος όρος της αξίας των εξαγωγών ήταν £315.803, ενώ ο ετήσιος μέσος όρος των εισαγωγών ήταν £344.221, πράγμα που σημαίνει ότι οι εισαγωγές ξεπερνούσαν κατά μέσο όρο τις εξαγωγές κατά 9% περίπου.
  2. Στα 14 από τα 20 χρόνια παρατηρείτο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ στα 6 από τα 20 χρόνια το εμπορικό ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο παρατηρήθηκε στη διάρκεια των πρώτων 11 χρόνων της Αγγλοκρατίας (1878 - 1888). Επισημαίνεται ακόμη ότι κατά τα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής το έλλειμμα ήταν μεγαλύτερο, ενώ προς το τέλος της περιόδου παρουσιάζει τάση μείωσης. Κατά την περίοδο 1889 - 1897, το εμπορικό ισοζύγιο, εκτός των ετών 1892,1893 και 1897, ήταν πλεονασματικό.

 

Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αποτελούσαν τα γεωργικά προϊόντα. Το 70% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της εικοσαετίας 1878 1897 αποτελούσαν τα εξής δώδεκα γεωργικά προϊόντα: Τα χαρούπια (23,64%), τα κρασιά (11,21%), το κριθάρι (8,47%), το σιτάρι (8,39%), το ακατέργαστο βαμβάκι (4,09%), τα κουκούλια (2,89%), η σταφίδα (2,66%), τα δέρματα (2,22%), τα μαλλιά (2,19%), το οινόπνευμα (1,86%), η κουμανδαρία (1,57%) και η βρώμη (0,80%).

 

Το 60% περίπου των εισαγωγών της ίδιας περιόδου αποτελούσαν τα ακόλουθα είδη: τα βαμβακερά υφάσματα (10,44%), τα άλευρα (7,10%), τα νήματα (4,73%), τα μάλλινα προϊόντα (4,63%), ο ακατέργαστος καπνός (3,89%), η ξυλεία (3,39%), τα δέρματα (3,26%), τα σαπούνια (2,31%), το πετρέλαιο (1,93%), ο καφές (1,93%), το βούτυρο (1,94%), το σιτάρι (1,43%), το πετροκάρβουνο (0,51%) και το ρύζι (1,83%).

 

Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και οι πρώτες δυο δεκαετίες του 20ού αιώνα είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη του εμπορίου και γενικά την οικονομική πρόοδο της Κύπρου. Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία τίθενται και τα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος του νησιού. Το 1899 ιδρύεται το Ταμιευτήριο Λευκωσίας, που απετέλεσε και το πρώτο ταμιευτήριο στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, το 1901, ιδρύεται και το Λαϊκό Ταμιευτήριο Λεμεσού. Τα δυο αυτά ταμιευτήρια, μαζί με την Οθωμανική Τράπεζα, που λειτουργούσε στο νησί από το 1864, ως παράρτημα της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας, ήταν τα μόνα τραπεζικά ιδρύματα που λειτουργούσαν στην Κύπρο κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα.

 

Το 1909 στο Λευκόνοικο της επαρχίας Αμμοχώστου ιδρύθηκε και η πρώτη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία που έμελλε ν’ αποτελέσει και την απαρχή ιδρύσεως πολλών άλλων τέτοιων ιδρυμάτων κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το 1925, ύστερα από έντονα και επίμονα διαβήματα του αγροτικού κόσμου, ιδρύθηκε από την αποικιοκρατική κυβέρνηση και η Γεωργική Τράπεζα, σκοπός της οποίας ήταν να καταπολεμήσει την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση των γεωργών και να εμπνεύσει σ’ αυτούς αισθήματα αυτοπεποίθησης και οικονομικής ασφάλειας. Το 1930 το Ταμιευτήριο Λευκωσίας ενεγράφη ως Τράπεζα Κύπρου Λτδ και το 1943 συγχωνεύθηκε με τις Τράπεζες της Αμμοχώστου και της Λάρνακας. Αργότερα απορρόφησε δυο Τράπεζες της Πάφου και το Ταμιευτήριο Κύπρου που βρισκόταν στη Λευκωσία. Το 1924 ως Τράπεζα ενεγράφη και το Λαϊκό Ταμιευτήριο Λεμεσού με την επωνυμία Λαϊκή Τράπεζα Λεμεσού. Το 1937 ιδρύθηκε η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα και το 1944 η Κτηματική Τράπεζα Κύπρου.

 

» Βλέπε λήμμα: Τράπεζες και τραπεζικό σύστημα

 

Εξετάζοντας τις στατιστικές εισαγωγών και εξαγωγών από το 1910 και μετά, παρατηρούμε ότι το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου εξακολουθούσε να παρουσιάζει βασικά τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και στις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών αποτελούσαν κατά πρώτο λόγο τα βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα και οι πρώτες ύλες (νήματα, δέρματα, ακατέργαστος καπνός, ξυλεία, προϊόντα σιδήρου, γυαλιού κ.α.), καθώς επίσης το πετρέλαιο και το πετροκάρβουνο, που χρησιμοποιούντο από τα βιοτεχνικά εργαστήρια και τα μικρά εργοστάσια που άρχισαν να δημιουργούνται στο νησί. Επίσης σημαντική ήταν και η συμμετοχή ορισμένων καταναλωτικών αγαθών όπως των αλεύρων, του καφέ, της ζάχαρης, του βουτύρου, του ρυζιού, των σαπουνιών, κ.ά. Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών εξακολουθούσαν να αποτελούν τα γεωργικά προϊόντα όπως τα χαρούπια, τα κρασιά και άλλα οινοπνευματώδη ποτά, το βαμβάκι, τα ακατέργαστα δέρματα, το μαλλί, η σταφίδα κ.ά.

 

Οι κυριότερες αγορές του εξωτερικού στις οποίες τα κυπριακά προϊόντα εύρισκαν κατανάλωση ήσαν της Μ. Βρετανίας, της Αιγύπτου, της Ιταλίας και της Γαλλίας και σε μικρότερο βαθμό της Ελλάδος. Τα κυριότερα είδη εισαγωγών προέρχονταν από την Αγγλία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γερμανία. Το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Ελλάδος αυξήθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ιδίως αφότου από το 1924 και μετά άρχισε τακτική ατμοπλοϊκή συγκοινωνία μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου.

 

Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι οι εισαγωγές μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18) υπερβαίνουν τις εξαγωγές ενώ κατά την προπολεμική περίοδο συνέβαινε το αντίθετο. Το 1915 οι εισαγωγές της Κύπρου ανέρχονταν σε £638.000, ενώ οι εξαγωγές σε £612.000. Πέντε χρόνια αργότερα, κατά το 1920, το σύνολο των εισαγωγών ανερχόταν σε £2.074.000, οι δε εξαγωγές μόνο σε £1.157.000. Τέλος, κατά το 1929 οι εισαγωγές ανέρχονταν σε £1.984.000 και οι εξαγωγές σε £1.582.000, δηλαδή παρατηρείτο εμπορικό έλλειμμα £402.000, ενώ κατά το 1930 σημειώθηκε αισθητή μείωση τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές. Το έτος αυτό οι εισαγωγές ήσαν £1.145.000.

 

Οι εισαγωγές κατά τη δεκαετία 1920 - 29 αυξήθηκαν με σχετικά γοργό ρυθμό εξαιτίας της αγοράς μεγάλης αξίας μηχανημάτων από μέρους των μεταλλευτικών εταιρειών που άρχισαν να λειτουργούν στο νησί και την αγορά σημαντικού αριθμού αυτοκινήτων. Άλλα σημαντικά είδη εισαγωγής είναι τα λιπάσματα, τα τσιμέντα και τα πετρελαιοειδή. Όσον αφορά τις εξαγωγές, την ίδια περίοδο είναι ήδη σημαντική και η συμβολή των ορυκτών και κυρίως του γύψου, της τερραόμπρας, του χρωμίου, του ασβέστη και του αμιάντου ∙ η εξόρυξη των τελευταίων άρχισε στο Τρόοδος μετά το 1905. Επίσης μεταξύ των εξαγομένων γεωργικών προϊόντων αρχίζουν να αποκτούν σημασία οι πατάτες και τα εσπεριδοειδή.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΊΑ 1920-29

Έτος

Εισαγωγές

C.I.F.

£

Εγχώριες Εξαγωγές*

F.O.B.

£

Επανεξαγωγές*

F.O.B.

£

Σύνολο εξαγωγών

F.O.B.

£

Υπόλοιπο εμπορικού ισοζυγίου

£

1920

2.073.584

1.137.157

63.502

1.200.659

-872.925

1921

1.512.288

849.507

71.360

920.867

-591.421

1922

1.419.107

812.133

63.084

875.217

-543.890

1923

1.077.395

851.202

44.853

896.055

-181.340

1924

1.245.570

1.231.703

41.029

1.272.732

+27.162

1925

1.587.283

1.156.800

46.815

1.203.615

-383.668

1926

1.572.682

1.052.786

50.785

1.103.571

-469.111

1927

1.589.063

1.483.368

70.026

1.561.394

-27.669

1928

1.850.338

1.385.215

50.761

1.435.976

-414.362

1929

1.984.296

1.582.083

53.659

1.635.742

-348.554

 

* περιλαμβανομένων των εμπορευμάτων στις αποθήκες των πλοίων

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές της Κύπρου κατά τη δεκαετία 1921 - 29, αλλά και μετά, σε βιομηχανικά προϊόντα μη γεωργικής προέλευσης ήσαν ελάχιστες. Σε μικρή κλίμακα διενεργούντο εξαγωγές σιγαρέττων, η παραγωγή των οποίων προερχόταν από ένα ή δυο μόνο εργοστάσια. Ο κλάδος της καπνοβιομηχανίας κατά την περίοδο 1920-35 απασχολούσε κατά μέσο όρο πέραν των 400 ατόμων (1920 - 697 άτομα, 1925 - 443 άτομα, 1930 -351 άτομα και 1935 - 302 άτομα). Οι εξαγωγές του καπνού είχαν ως προορισμό τους πρωτίστως τη Μ. Βρετανία και κατά δεύτερο λόγο τις αγγλικές αποικίες. Σημαντικές ήσαν οι εξαγωγές οίνων και οινοπνευματωδών προς τις αγορές των γειτονικών χωρών, όπως της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, στις οποίες τα κυπριακά κρασιά και κυρίως η κουμανδαρία εκτιμούντο ιδιαίτερα. Το κυπριακό κονιάκ εξαγόταν στην Αγγλία και στη Γαλλία, η οποία μετά το 1928 προστέθηκε στους μεγάλους καταναλωτές κυπριακών κρασιών. Ανεπτυγμένη ήταν επίσης η τυροκομία, αλλά εξαγωγή τυροκομικών προϊόντων γινόταν μόνο στην αγορά της Αιγύπτου.

 

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Η κατάσταση τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο επιδεινώθηκε σοβαρά με την οικονομική κρίση του 1929 - 31. Το 1931 ήταν ένα έτος εξαιρετικά δύσκολο για το σύνολο του κυπριακού λαού. Η οικονομική κρίση, που μάστιζε όλη την Ευρώπη, ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην Κύπρο, όπου η αποικιοκρατική εκμετάλλευση, η κακοδιοίκηση και η έλλειψη οποιασδήποτε μορφής οικονομικής ανάπτυξης, είχαν οδηγήσει - ιδιαίτερα τους αγρότες και τους εργάτες - στην έσχατη ένδεια. Ήδη τον Μάρτη του 1926 ο μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς είχε ζητήσει να παύσει να καταβάλλεται ο φόρος υποτέλειας των 92.800 λιρών - που είχε συμφωνηθεί το 1878 μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας - και το συσσωρευθέν πλεόνασμα που αποτελούσε τη διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού, και του ποσού των 81.800 λιρών, που ήταν ο ετήσιος τόκος του τουρκικού δανείου του 1855 (που καταβαλλόταν στο βρετανικό θησαυροφυλάκιο), να επιστραφεί στον κυπριακό λαό. Με τα χρήματα αυτά τα ελληνικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου εισηγούντο να ιδρυθεί Αγροτική Τράπεζα, για να παύσει ο Κύπριος αγρότης να είναι θύμα των τοκογλύφων και των άλλων εκμεταλλευτών του ιδρώτα και του μόχθου του.

 

Η βρετανική κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα, και, εις επίμετρον, επέβαλε με διάταγμα ἐν Συμβουλί, νέο επαχθές τελωνειακό δασμολόγιο.

 

Η ανυπόφορη οικονομική κατάσταση και η αποτυχία της κυπριακής πρεσβείας, που τον Οκτώβρη του 1929 είχε μεταβεί στο Λονδίνο με σκοπό την προώθηση του εθνικού θέματος, είχε επιστρέψει άπρακτη, συνέβαλαν ώστε να ενταθεί η αγανάκτηση του κυπριακού λαού εναντίον του αποικιακού καθεστώτος και να προκληθούν τα γεγονότα του κινήματος του 1931 με όλα τα τραγικά αποτελέσματα.

 

» Βλέπε λήμμα: Οκτωβριανά

 

Στο μεταξύ, βιομηχανικά η Κύπρος ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου ανεκμετάλλευτη ενώ παρουσίαζε πρόσφορο έδαφος για την ώθηση ορισμένων βιομηχανιών που να σχετίζονται με τη συσκευασία καρπών, την εξαγωγή αιθέριων ελαίων, τη σαπωνοποιία και άλλους συναφείς κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας. Την περίοδο αυτή μέχρι τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, υπήρχαν μόνο μερικά μεμονωμένα εργαστήρια και μικρά εργοστάσια, όπως χυτήριο και κεραμοποιείο στη Λεμεσό, μεταξουργείο στη Γεροσκήπου, κλωστήριο και νηματουργείο στην Αμμόχωστο, βυρσοδεψείο στη Λάρνακα και μικρότερα εργαστήρια χαλκουργικής, αργυροχοΐας και χρυσοχοΐας, μακαρονοποιίας, επεξεργασίας χαρουπιών, συσκευασίας καρπών κ.ά. σε διάφορα μέρη του νησιού. Μετά το 1935 αρχίζει να αναπτύσσεται η οινοποιία, που ενώ κατά την περίοδο 1920 - 30 απασχολούσε μόνο 50- 70 άτομα, κατά την περίοδο 1935 -40 απασχολούσε πέρα ν των 300 ατόμων. Σημαντικός αριθμός ατόμων ασχολείτο επίσης με την αγγειοπλαστική που με την παραγωγή της πρόσφερε στον πληθυσμό βασικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης (στάμνες, κούμνες, πιθάρια, τσούκκες και άλλα μαγειρικά σκεύη). Ο τομέας της αγγειοπλαστικής στην περίοδο 1925 - 35 απασχολούσε μόνιμα κατά μέσο όρο 200 περίπου άτομα. Γενικά ο αριθμός των απασχολουμένων στη βιομηχανία κατά την περίοδο 1920 - 1938 υπερδιπλασιάστηκε αφού από 1.539 άτομα το 1920, αυξήθηκε σε 3.518 άτομα το 1938. Η περίοδος αυτή είναι σημαντική και από κοινωνιολογικής απόψεως γιατί τότε ακριβώς αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο και η εργατική τάξη της Κύπρου.

 

» Βλέπε λήμμα: Αγγειοπλαστική

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το εξωτερικό εμπόριο του νησιού κατά τη δεκαετία 1931 - 40 συνέχισε να αυξάνεται αλλά με σχετικά συγκρατημένο ρυθμό. Μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασαν οι εισαγωγές οι οποίες κατά τα έτη 1930,1935 και 1940 ανέρχονταν σε £1.423.000, £1.493.000 και £1.834.000 αντιστοίχως, ενώ οι εγχώριες εξαγωγές ανήλθαν σε £1.145.000, £1.122.000 και £1.412.000 αντιστοίχως.

 

Σημαντικές αλλαγές σημειώθηκαν στο εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτές αντικαθρεφτίζονται κατά πρώτο λόγο στη σημαντική αύξηση τόσο των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών. Παρόλα αυτά, η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να φέρει όλα τα τυπικά γνωρίσματα της αποικιοκρατικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης: καθυστερημένη αγροτική οικονομία με πολύ περιορισμένη χρήση των μέσων αγροτεχνικής και αγροχημείας, και μισοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, ασήμαντη ελαφρά βιομηχανία και μόνιμο καθεστώς ημιαπασχόλησης και οικονομικής εξαθλίωσης για τη συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού κόσμου. Τα στοιχεία της απογραφής του 1946 είναι αρκετά εύγλωττα για την αρνητική επίδραση και τον ανασταλτικό ρόλο που ασκούσαν οι μισοφεουδαρχικές σχέσεις πάνω στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Την εποχή αυτή ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 78% του συνολικού πληθυσμού. Η καλλιεργήσιμη έκταση έφθανε τα 3.246.000 σκάλες. Απ' αυτές, 301.700 σκάλες ανήκαν σε διάφορους τσιφλικάδες, τοκογλύφους, εμπόρους κλπ. και 219.300 σκάλες στην Εκκλησία, τα μοναστήρια και τα τζαμιά. Αν σ' αυτές προστεθούν και οι εκτάσεις που ανήκαν στην αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου, τότε φαίνεται ότι το 1/5 της καλλιεργήσιμης γης- χωρίς να υπολογίζονται σ' αυτή τα κρατικά δάση - ανήκε σε μη καλλιεργητές.

 

Η εικόνα γίνεται ακόμη χειρότερη αν ληφθεί υπόψιν και ο τρόπος με τον οποίο η γη ήταν μοιρασμένη μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων της αγροτιάς. Το 42,1% των αγροτικών οικογενειών δεν διέθετε καθόλου γεωργικό κλήρο, το 31,40% διέθετε κάτω από 20 σκάλες και το 16,30% κάτω από 5 σκάλες. Τα στοιχεία φανερώνουν τη μεγάλη αδιαφορία της αποικιακής κυβέρνησης που δεν εκτέλεσε κανένα ουσιαστικό έργο για την ανάπτυξη της γεωργίας και την ανακούφιση του αγροτικού πληθυσμού ο οποίος υφίστατο την άγρια εκμετάλλευση των ντόπιων τσιφλικάδων και τοκογλύφων. Η πλειοψηφία της κυπριακής αγροτιάς στη δεκαετία 1941 - 50 ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείπει καθημερινά την ύπαιθρο και να εγκαθίσταται στις πόλεις προς αναζήτηση εργασίας ή να μεταναστεύει στο εξωτερικό. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση ολόκληρων χωριών των ορεινών περιοχών, κυρίως της Πάφου και της Λεμεσού. Όπως φαίνεται και από τον πιο κάτω πίνακα, ο αγροτικός πληθυσμός της Κύπρου κατά την περίοδο 1931 - 60 μειώθηκε αισθητά και από 78,1% κατήλθε στο 64,1%. Όμως στην πραγματικότητα ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε ακόμη μικρότερο ποσοστό, γιατί στα προαναφερθέντα ποσοστά περιλαμβάνονταν και οι κάτοικοι των διαφόρων περιοχών των πόλεων που τότε δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στα δημοτικά όρια.

 

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1931-60

Έτος

Αστικός Πληθυσμός

Αγροτικός Πληθυσμός

Σύνολο

1931

76.351

21.9%

271.608

78.1%

347.959

1946

115.808

25.7%

334.306

74.6%

450.114

1960

205.983

35.5%

367.583

64.1%

573.566

 

Μέσα σε συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης, όπου το αγγλικό μητροπολιτικό κεφάλαιο δέσποζε απόλυτα και κρατούσε στα χέρια του τους σημαντικότερους οικονομικούς πόρους του νησιού, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για σοβαρές επενδύσεις και για ανάπτυξη του ντόπιου βιομηχανικού κεφαλαίου. Η έλλειψη κάθε δασμολογικής και άλλης προστασίας των ντόπιων βιομηχανικών προϊόντων και ο άγριος συναγωνισμός του ξένου κεφαλαίου δεν επέτρεπε την ίδρυση και ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανικών μονάδων. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η βιομηχανία της Κύπρου — εκτός από τις επιχειρήσεις κατεργασίας και μισοκατεργασίας των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν στα χέρια του ξένου κεφαλαίου — να περιορίζεται σε ολιγάριθμες επιχειρήσεις που ήσαν κυρίως μικρά εργοστάσια οινοπνευματωδών προϊόντων, μπύρας, καπνού, δερμάτων, σαπουνιού, λαδιού, χυμών φρούτων, νημάτων, κεραμικής κ.ά. Αλλά κι αυτές οι επιχειρήσεις φυτοζωούσαν. Το μόνο ντόπιο κεφάλαιο που υπήρχε και ανέπτυσσε κάποια αξιόλογη δράση στην Κύπρο ήταν το εμπορομεσιτικό που δυνάμωσε στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου και συνδεόταν στενά με τους ντόπιους μεγαλογαιοκτήμονες. Η «υπερτροφία» του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ελάχιστο μόνο ποσοστό των τραπεζικών πιστώσεων παρεχωρείτο για βιομηχανικούς σκοπούς.

 

Η σημαντική ανάπτυξη του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου σε βάρος του βιομηχανικού προς το τέλος της δεκαετίας 1941 - 50, οδήγησε αναπόφευκτα και στην αύξηση του εξωτερικού εμπορίου. Η τάση αυτή είναι ακόμη πιο εμφανής στη δεκαετία 1951 - 60. Όμως, παρά την αύξηση της αξίας των εμπορικών συναλλαγών με το εξωτερικό, η διάρθρωση του εμπορίου και ιδιαίτερα των εξαγωγών, συνεχίζει να παρουσιάζει τις ίδιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αποτελούν τα γεωργικά προϊόντα και τα ορυκτά με ελάχιστη μόνο συμμετοχή των βιομηχανικών προϊόντων μη γεωργικής προέλευσης. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι εξαγωγές σε μεταλλεύματα το 1950 ήσαν £5,45 εκ., το 1954 £7,78 εκ. και το 1958 £9,05 εκ. ή το 49,29%, το 56,36% και το 56,06% του συνόλου των εξαγωγών αντιστοίχως.

 

Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ενώ κατά τη δεκαετία 1941 -50 ελάχιστη ήταν η υπεροχή των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών (16,8% το 1940 και 21,8% το 1950), τη δεκαετία 1951 - 60 χαρακτηρίζει μεγάλη δυσαναλογία των εισαγωγών προς τις εξαγωγές, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι εξαγωγές να καλύπτουν όλο και μικρότερο ποσοστό των εισαγωγών. Έτσι, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το 1951 ήταν μόλις £3,95 εκ., τούτο το 1955 έφθασε στα £11,37 εκ. και το 1959 στα £24,67 εκ. Όμως το 1960 σημειώθηκε κάποια βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο και το έλλειμμα κατήλθε στα £17,38 εκ. Τον ίδιο χρόνο οι κατά κεφαλήν εξαγωγές ανέρχονταν σε £35,55, ενώ οι εισαγωγές ήσαν σχεδόν διπλάσιες και ανέρχονταν σε £64,69, που σημαίνει ότι το κατά κεφαλήν έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν £31,33.

 

Γενικά, η εικοσαετής περίοδος από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (1941 - 60) έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) το εμπορικό ισοζύγιο της Κύπρου είναι σταθερά ελλειμματικό και β) το χάσμα μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών αυξάνεται αργά μεν αλλά σταθερά. Έτσι, ενώ στη διάρκεια της πρώτης εικοσαετίας της αγγλοκρατίας (1889 - 1897) οι εισαγωγές υπερείχαν των εξαγωγών μόνο κατά 9% στο τέλος της Αγγλοκρατίας (1960) οι εισαγωγές ήταν υπερδιπλάσιες των εξαγωγών.

 

 

Πηγή:

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image