Καννάβιν

Καλλιέργεια κανναβιού στην Κύπρο

Image

Υποστηρίζεται ότι το καννάβιν εκαλλιεργείτο στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων, γιατί οι βασιλείς της Κύπρου διατάχθηκαν από το Μέγα Αλέξανδρο να στείλουν σ' αυτόν χαλκό, στουπί και πανιά για το ναυτικό του. Εάν τούτο δεν μπορεί ν' αποδειχθεί σήμερα, όμως αναμφισβήτητα γνωρίζουμε ότι το καννάβι συγκαταλεγόταν μεταξύ των βιομηχανικών φυτών που παράγονταν στην Κύπρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Σε δυο εκθέσεις (Relatione) Βενετών προβλεπτών που γράφτηκαν η μια κατά τα τέλη του 15ου αι. και η άλλη κατά τα μέσα του 16ου αι. αναφέρεται ότι η παραγωγή κανναβιού στην Κύπρο ήταν στα τέλη του 15ου αι. 200 καντάρια και στα μέσα του 16ου αι. (1540) 1.000 καντάρια. Αυτό αποδεικνύει ότι οι βενετικές αρχές έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην αύξηση της παραγωγής κανναβιού αφού η παραγωγή του σε διάστημα μισού περίπου αιώνα πενταπλασιάστηκε. Η αύξηση της παραγωγής κανναβιού είχε ιδιαίτερη σημασία για τη Βενετία γιατί από το καννάβιν εκτός από σχοινιά κατασκευαζόταν και το κανναβάτσο (ή κανναβάτσα -από την ιταλική λέξη canavaccio) που ήταν χοντρό ύφασμα αραιά υφασμένο από ίνες κανναβιού και χρησίμευε για τη συσκευασία της κυπριακής ζάχαρης που εξαγόταν σε ειδικά κιβώτια στη Βενετία

 

Βλέπε λήμμα: Ζάχαρη

 

Η παραγωγή κανναβιού συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα το καννάβιν ορισμένα χρόνια συγκαταλεγόταν και μεταξύ των εξαγωγικών αγροτικών προϊόντων του νησιού. Ο Άγγλος πρόξενος James Lilburn στην έκθεσή του για το εμπόριο της Κύπρου για το έτος 1842 αναφέρει ότι, το έτος αυτό, το νησί παρήγαγε 90.000 οκάδες κάνναβιν (2.400 καντάρια) και ότι η τιμή του ανερχόταν σε 9 σελίνια και 6 γρόσια το καντάρι. Στην έκθεση του ίδιου προξένου αναφέρεται ότι το 1841 η Κύπρος εξήγαγε στην Τουρκία καννάβιν αξίας 150 λιρών από το τελωνείο της Λάρνακας.

 

Η καλλιέργεια του κανναβιού περιοριζόταν κυρίως στις παραθαλάσσιες ποτιστικές πεδιάδες κοντά στο Κτήμα (περιοχή Γεροσκήπου, Έμπας, Κισσόνεργας και Πέγειας ιδιαίτερα στην τοποθεσία Πότιμα) καθώς και στα ποτιστικά εδάφη της Μεσόγης, Τρεμιθούσας και Τάλας, αν και μικρές ποσότητες κανναβιού κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. εκαλλιεργούντο και στην περιοχή της Μόρφου. Οι περιοχές αυτές ήσαν οι καταλληλότερες γιατί η ευνοϊκότερη θερμοκρασία για την ανάπτυξη του κανναβιού είναι 20 - 30°C. Επίσης το φυτό δίνει μεγάλες αποδόσεις μόνο όταν καλλιεργείται σε πλούσια εδάφη τα οποία λιπαίνονται καλά, γιατί παίρνει πολλές ουσίες και τα εξαντλεί. Τα νεαρά βλαστάρια του κανναβιού αντέχουν σε παγετούς μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η καλλιέργειά του περιοριζόταν στις πιο πάνω περιοχές ήταν γιατί αυτές διέθεταν περισσότερα νερά, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή το καννάβιν είναι αρδευόμενο φυτό.

 

Σε ορισμένες περιοχές της Κύπρου η καλλιέργεια του κανναβιού είχε ιδιαίτερη οικονομική σημασία και τούτο όχι μόνο επειδή ενίσχυε σημαντικά το αγροτικό εισόδημα πολλών οικογενειών αλλά και γιατί αποτελούσε βασική πρώτη ύλη με την κατεργασία της οποίας ασχολούνταν αρκετά μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα οι γυναίκες. Στην Κισσόνεργα και στην Έμπα το 1946 η καλλιέργεια του κανναβιού καταλάμβανε πέραν του 3% της συνολικής έκτασης του κάθε χωριού. Συνολικά σε παγκύπρια κλίμακα η καλλιέργεια του κανναβιού καταλάμβανε 400 - 600 σκάλες το χρόνο, αλλά κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου η καλλιέργειά του αυξήθηκε απότομα, έτσι που το 1943 καταλάμβανε 1.000 σκάλες. Όμως μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η παραγωγή άρχισε να μειώνεται σταδιακά αλλά σταθερά, έτσι που το 1958 καταλάμβανε μόλις 190 σκάλες.

 

Στις περιοχές της Πάφου το καννάβιν εφυτεύετο την άνοιξη σε περιοχές όπου υπήρχαν άφθονα νερά και εξεριζώνετο το καλοκαίρι. Μετά το ξερίζωμα τα στελέχη του κανναβιού κτυπιούνταν μέχρι να αποχωριστεί απ' αυτά ο καρπός που θα εχρησιμοποιείτο για σπορά τον επόμενο χρόνο. Στη συνέχεια αφού αφαιρούνταν τα φύλλα ακολουθείτο η διαδικασία για τον αποχωρισμό των ινών. Για να βγουν οι ίνες από τον βλαστό έπρεπε αυτές πρώτα να χωριστούν από το υπόλοιπο ξυλώδες μέρος. Για να γίνει αυτό, μούσκευαν τους βλαστούς σε ειδικές δεξαμενές. Έπειτα τους ξήραιναν και με ειδικό ξύλινο κόπανο που λεγόταν μελιτζ΄ιά έσπαζαν το ξυλώδες μέρος, ελευθερώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό των ινών. Με κατάλληλο χτύπημα ελευθέρωναν και τις υπόλοιπες ίνες. Από 100 κιλά βλαστών έβγαιναν 25 περίπου κιλά ίνες, οι οποίες κατά το λανάρισμα έχαναν 30 - 50% του βάρους τους.

 

Η μελιτζ΄ιά αποτελείτο από δυο σκέλη. Απ' αυτά το κάτω σκέλος, που αποτελούσε τη βάση και είχε σχήμα κοίλο, ήταν σταθερό και ακίνητο, ενώ το άνω σκέλος ενεργούσε ως μοχλός και κινούμενο διά χειρός ανοιγόκλεινε επί του κάτω μέρους και συμπίεζε στην κοιλότητά του το καννάβιν διευκολύνοντας έτσι τον αποχωρισμό των ινών από τον κορμό για να χρησιμοποιηθούν αργότερα ως κλωστές. Οι ίνες του κανναβιού ήσαν στερεές και ανθεκτικές στο σάπισμα και είχαν μήκος γύρω στα 2,5 μέτρα. Μετά τον αποχωρισμό τους από τον κορμό οι ίνες αφήνονταν να στεγνώσουν και για το σκοπό αυτό ετοποθετούντο μέσα στις αυλές των σπιτιών σε θημωνιές. Όταν στέγνωναν, τις «χτένιζαν» με ειδική «χτενιά» που αποτελείτο από ένα πλατύ και χοντρό ορθογώνιο σανίδι, μήκους 60 και πλάτους 30 περίπου εκατοστομέτρων που είχε ξύλινο υποστήριγμα ύψους 30 - 40 εκατοστομέτρων. Πάνω στο σανίδι αυτό, που χρησίμευε ως «χτενιά», υπήρχαν συνήθως εννέα μακριά και χοντρά καρφιά με μυτερή άκρη, καρφωμένα ανά τρία σε τρεις σειρές. Με το πέρασμα των ινών μέσα από τα καρφιά αυτά, που σχημάτιζαν τη «χτενιά», το καννάβιν διαχωριζόταν και «χτενιζόταν», σχηματίζοντας τα λεγόμενα λιμιά (λυμιά).

 

Μετά το χτένισμα οι ίνες κλώθονταν στον αρκαλειό που αποτελούσε ειδική ξύλινη συσκευή με τέσσερα συνήθως καρούλια που εκινούντο ταυτόχρονα με σχοινί που εφαπτόταν και των τεσσάρων καρουλιών. Οι ίνες δεμένες από τη μια άκρη στα καρούλια και από την άλλη άκρη πάνω σ' ένα καρφί, καρφωμένο σ' ένα τοίχο, κλώθονταν και αποκτούσαν έτσι συνοχή και στερεότητα. Με τη συνένωση πολλών τέτοιων ινών σχηματιζόταν το σχοινί που αποκτούσε πάχος με την προσθήκη και άλλων ινών έτσι που γινόταν διαρκώς και πιο χοντρό. Για το κλώσιμο των ινών του κανναβιού εχρησιμοποιούντο ακόμη και οι λεγόμενοι «αδραχτάδες».

 

Τα σχοινιά αυτά κατασκευάζονταν από ειδικούς τεχνίτες — τους σχοινοποιούς — και εχρησιμοποιούντο ως είδος πρώτης ανάγκης τόσο στις μεταφορές γεωργικών προϊόντων (φορτώματα κ.α.) όσο και για το δέσιμο των ζώων, αλλά και για την κατασκευή κανναβόπανων, σπόγγων, σχοινιών, στρατουριών κ.α.

 

Βλέπε λήμμα: Στρατούρι- στρατουράς

 

Στην επαρχία Πάφου το κύριο κέντρο παραγωγής κανναβοσχοινιών ήταν το χωριό Μεσόγη, το οποίο εξάλλου είχε μεγάλη παράδοση στη χειροτεχνία και ιδιαίτερα στην καλαθοπλεκτική. Οι καλής ποιότητας ίνες του κανναβιού εχρησιμοποιούντο ακόμη και για την κατασκευή ειδικής κλωστής, της γνωστής ως «ραφίδιν», που όταν εκερώνετο εχρησιμοποιείτο από τους υποδηματοποιούς για ράψιμο των υποδημάτων και ποδίνων. Οι ίνες του κανναβιού εχρησιμοποιούντο επίσης στις ενώσεις των σωλήνων για την όσο το δυνατό καλύτερη ένωσή τους και αποφυγή της διαρροής νερού. Για το σκοπό αυτό το καννάβιν χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Στην Πάφο ο κανναβόσπορος (κανναούριν, από το μεσαιωνικό κανναβούριν, υποκορ. του αρχ. κάνναβις, με την κατάλ. - ούρι-[ο]ν) εχρησιμοποιείτο επίσης ως μέσο για τον εμπλουτισμό της «ταγής» των ζώων. Ο κανναβόσπορος χρησιμοποιείται ακόμη και ως τροφή των πουλιών, ενώ για κάποια περίοδο, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60, επωλείτο και στα παιδιά, καβουρδισμένος και ζαχαρωμένος.

 

Γενικά το καννάβιν στην Κύπρο δεν εκαλλιεργείτο μόνο για προσωπική χρήση των χωρικών που το καλλιεργούσαν αλλά διετίθετο και στο εμπόριο συσκευασμένο σε μπάλες. Ένα μέρος του κανναβιού που διετίθετο στο εμπόριο σε μπάλες εχρησιμοποιείτο από τους σχοινοποιούς που εργάζονταν στα σπίτια τους καθώς και από άλλα εργαστήρια και εργοστάσια. Στη Γεροσκήπου λειτουργούσε μέχρι το 1956 εργοστάσιο κατεργασίας λιναριού και κανναβιού για την παραγωγή σχοινιών και υφασμάτων.

 

Από την ινδική κάνναβι (Cannabis indica) που είναι παραλλαγή της Cannabis sativa, η οποία καλλιεργείται για την παραγωγή ινών, παράγεται το χασίς (μαριχουάνα), γι’ αυτό απαγορεύεται η καλλιέργειά του. Όμως, παρά τη διάκριση αυτή, χασίς είναι δυνατό να παραχθεί απ' όλες τις ποικιλίες του φυτού, σε μικρότερες όμως ποσότητες.

 

Η καλλιέργεια του κανναβιού άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της και στην ονομασία ορισμένων περιοχών όπου εκαλλιεργείτο το φυτό αυτό. Έτσι, το χωριό Καννάβια ή Καννάβκια στην Πιτσιλιά, κτισμένο στις βόρειες πλαγιές του όρους Μαδαρή, πήρε το όνομά του από το σπόρο του κανναβιού (κανναβούρι). Το ίδιο όνομα σε γένος θηλυκό φέρει και ένα μικρό χωριό στην επαρχία Πάφου, η Κανναβιού ή Κανναβκιού, που είναι κτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού της Έζουσας κοντά στην Παναγιά. Τα Καννάβκια και η Κανναβκιού ονομάστηκαν έτσι από την εκτεταμένη καλλιέργεια στις περιοχές τους του κανναβιού, με την οποία ασχολούνταν οι κάτοικοι των χωριών αυτών σε παλαιότερα χρόνια.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια