Οικονομία της Κύπρου

Ιστορικοί χρόνοι (εποχή του Σιδήρου-1050 π.Χ.-330 μ.Χ.)   

Image

Από την  αρχή της  Κυπρογεωμετρικής εποχής αρχίζει  να χρησιμοποιείται στο νησί ο σίδηρος που, ως σκληρότερο και ανθεκτικότερο μέταλλο, πήρε τη θέση του χαλκού ή ορθότερα του ορείχαλκου στην κατασκευή τόσο των όπλων όσο και των εργαλείων. Η κατασκευή εργαλείων από το νέο αυτό μέταλλο έδωσε νέα και ουσιαστική ώθηση στην αύξηση της παραγωγής και ιδιαίτερα της γεωργικής. Οι βασικές καλλιέργειες κατά την εποχή αυτή ήσαν τα δημητριακά, αφού αυτά αποτελούσαν το βασικό είδος για την καθημερινή διατροφή. Καλλιεργούσαν σιτάρι, αλλά πιο πολύ κριθάρι που ευδοκιμούσε καλύτερα σε ξηρά και πετρώδη εδάφη. Η Κύπρος, σύμφωνα με αναφορές αρχαίων συγγραφέων, ήταν αυτάρκης σε δημητριακά. Άλλες διαδεδομένες καλλιέργειες ήταν τα αμπέλια (εκαλλιεργούντο από τον 16ο αι. π.Χ.), οι ελιές και οι αμυγδαλιές (η καλλιέργειά τους γινόταν από τον 13ο αι. π.Χ.), οι συκιές κ.ά.   

 

Όμως, το σημαντικότερο  γεγονός  που  συνέβη αυτή την  εποχή, ήταν η  άφιξη  των  Φοινίκων στην Κύπρο. Ως ένας από  τους σημαντικότερους  ναυτικούς  και  εμπορικούς λαούς  της  Αρχαιότητας, οι Φοίνικες ήλθαν  στην Κύπρο  ως έμποροι  και έκαναν την πρώτη εγκατάστασή τους γύρω στο 850 π.Χ. στο Κίτιον, που πολύ σύντομα έγινε η κύρια και ισχυρότερη αποικία τους στο νησί. Αργότερα κυριάρχησαν και σε άλλες πόλεις όπως η Λάπηθος και έκαναν και άλλες μικρότερης σημασίας εγκαταστάσεις στο εσωτερικό του νησιού (Ιδάλιον, Ταμασσός, Μένοικον, Χύτροι κ.ά.). Η επέκτασή τους είχε οικονομικό χαρακτήρα και συνδεόταν πρωτίστως με περιοχές του νησιού που είχαν παραγωγή χαλκού. Οι Φοίνικες κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του χαλκού, συνεργάζονταν με τους εκάστοτε κατακτητές του νησιού και κατέκλυζαν το νησί με προϊόντα ανατολικής τέχνης.    

 

Η δραστηριότητα  των  Φοινίκων κέντρισε και  το ενδιαφέρον των  Κυπρίων  που, αφού πια  εδραίωσαν  τα βασίλεια τους, άρχισαν  να επιδίδονται στο εμπόριο με τη βοήθεια ισχυρού ναυτικού. Η ενίσχυση των εμπορικών δραστηριοτήτων της Κύπρου με τον έξω κόσμο, που είχε ήδη αρχίσει από την τελευταία περίοδο της Ύστερης Χαλκοκρατίας, συνέβαλε στην παραπέρα ανάπτυξη ορισμένων παραλιακών πόλεων. Αρχικά άρχισαν να αναπτύσσονται η Σαλαμίς, η Πάφος, το Κούριον και οι Σόλοι, για να ακολουθήσει αργότερα η Αμαθούς. Άλλες παραθαλάσσιες πόλεις ήταν η Λάπηθος και το Μάριον. Στο εσωτερικό του νησιού, κατά την εποχή αυτή, υπάρχουν οι Χύτροι (Κυθρέα), η Λήδρα (Λευκωσία), το Ιδάλιον (Δάλι), η Ταμασσός και ορισμένες μικρότερες πόλεις όπως οι Γόλγοι (Αθηένου), η Ασίνη κ.ά.   

 

Παρόλο  που  η  εποχή  της  εντατικής  εκμετάλλευσης  του  χαλκού είχε παρέλθει, η  οικονομία του νησιού συνέχιζε την ανοδική της πορεία και κατά τη Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή. Τούτο οφειλόταν κυρίως στην αξιοποίηση των πολλών πλεονεκτημάτων που πρόσφερε η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της Κύπρου για την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεών της τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι εμπορικές σχέσεις του νησιού με τα νησιά του Αιγαίου (8ος π.Χ. αιώνας) και κυρίως με τη Ρόδο και τη Σάμο, όπου εξάγονταν πήλινα ειδώλια και χάλκινα αντικείμενα. Η ανάπτυξη αυτών των σχέσεων που, όπως ήδη αναφέραμε, σε μεγάλο βαθμό κεντρίστηκαν και από τη δραστηριότητα των Φοινίκων, στηρίχθηκε στην κατασκευή πλοίων που ήσαν απαραίτητα τόσο για τη διεξαγωγή του εμπορίου, όσο και για την ύπαρξη πολεμικών στόλων που προστάτευαν το εμπόριο στις τότε επικρατούσες συνθήκες. Τα πλοία αυτά κατασκευάζονταν σε ναυπηγεία που υπήρχαν στο νησί. Ως πρώτη ύλη εχρησιμοποιείτο η πλούσια ξυλεία που λαμβανόταν από τα πυκνά κυπριακά δάση. Τα κατασκευαζόμενα πλοία ήταν κατάλληλα τόσο για την παράκτια ναυσιπλοΐα, που εξυπηρετούσε το εμπόριο μεταξύ των παράλιων πόλεων, όσο και για μακρινά και επικίνδυνα για την εποχή ταξίδια, όπως ήσαν εκείνα που επραγματοποιούντο μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. Από αρχαίους συγγραφείς αναφέρεται ότι η Κύπρος στο μεταίχμιο της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής, στα χρόνια 742-709 π.Χ., είχε καταστεί θαλασσοκράτειρα.   

 

Τέρμα στη  θαλασσοκρατορία  των  Κυπρίων  έθεσε  ο  βασιλιάς των  Ασσυρίων Σαργών Β΄ που  κατέλαβε την  Κύπρο  το 709 π.Χ. και  υποχρέωσε  τους Κυπρίους βασιλιάδες ν' αναγνωρίσουν την  κυριαρχία  του  πληρώνοντας  σ' αυτόν  φόρο υποτελείας σε χρυσό, ασήμι  και  ξυλεία. Η πληρωμή του φόρου υποτελείας συνεχίστηκε μέχρι το 612 π.Χ., χρονολογία που διαλύθηκε η αυτοκρατορία των Ασσυρίων. Μετά την ασσυριακή κυριαρχία, η Κύπρος παρέμεινε ανεξάρτητη ως το 556 π.Χ. Στη συνέχεια το νησί έγινε υποτελές στους Αιγυπτίους, στους οποίους πλήρωνε επίσης φόρους. Η αιγυπτιακή κυριαρχία διήρκεσε μέχρι το 546 π.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε από την περσική κυριαρχία. Η τελευταία ήταν μακρόχρονη και διήρκεσε μέχρι το 332 π.Χ., οπότε οι Κύπριοι βασιλιάδες προσχώρησαν με το μέρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η περσική κυριαρχία τερματίστηκε.   

 

Κατά  τον 6ο  αιώνα  π.Χ. παρατηρήθηκε αναζωογόνηση των  σχέσεων  της  Κύπρου με την  κυρίως Ελλάδα, τη Ρόδο και  την  Ιωνία, με αποτέλεσμα να εισάγονται στην κυπριακή αγορά  ελληνικά αγγεία ανώτερης ποιότητας, αρχικά ως είδη πολυτελείας και αργότερα ως είδη πρώτης ανάγκης. Κέντρο του κυπριακού εμπορίου με την Ελλάδα την εποχή αυτή ήταν το Μάριον. Όμως, κατά την περίοδο της περσικής κυριαρχίας η οικονομία του νησιού δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για την ανάπτυξή της. Η μείωση της επίδοσης των Κυπρίων στη ναυτιλία, η καταβολή του φόρου υποτελείας και οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις και εξεγέρσεις κατά των Περσών, που συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περσικής κυριαρχίας, όπως ήταν φυσικό είχαν δυσμενείς επιδράσεις πάνω στην οικονομία και το εμπόριο του νησιού. Όσον αφορά τη διάρθρωσή της, η οικονομία του νησιού έφερε τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και κατά τις προηγούμενες περιόδους. Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων εξακολουθούσαν να είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αγγειοπλαστική, η εξόρυξη μεταλλευμάτων και η μεταλλοτεχνία.    

 

Με  την  υπαγωγή  της  στον Μέγα Αλέξανδρο (325 π.Χ.), η Κύπρος μπήκε στο νομισματικό  σύστημα  του  Μ. Αλεξάνδρου και  οι Κύπριοι  βασιλιάδες πολύ σπάνια πια κόβουν δικά τους νομίσματα. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με την Αθήνα και κατέστησαν στενότερες. Κύπριοι έμποροι, κυρίως από το Κίτιον και τη Σαλαμίνα, ήταν εγκατεστημένοι στον Πειραιά. Τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ακολούθησε μια περίοδος σκληρών ανταγωνισμών μεταξύ των διαδόχων του, κυρίως του Πτολεμαίου και του Αντιγόνου, για την κατάκτηση της Κύπρου εξαιτίας της στρατηγικής σημασίας που είχε. Οι βασιλιάδες της Κύπρου έπαιρναν το μέρος άλλοι του ενός και άλλοι του άλλου ανταγωνιστή, γεγονός που αύξανε τις ταλαιπωρίες των κατοίκων του νησιού, γιατί όσοι τάσσονταν με το μέρος του ενός ανταγωνιστή είχαν να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές διαθέσεις του άλλου, που είχαν συχνά προκαλέσει σοβαρές καταστροφές σε κυπριακές πόλεις.   

 

Παρόλο που η Κύπρος κατελήφθη για λίγο από τον Δημήτριο Πολιορκητή (γιο του Αντιγόνου) τελικά επεκράτησε ο Πτολεμαίος Α΄ ο Λάγου, ο οποίος κατάργησε τα κυπριακά βασίλεια (312 π.Χ.) και ενέταξε το νησί ως ενιαίο χώρο στο πτολεμαϊκό βασίλειο με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πιστεύεται ότι η οικονομία του νησιού κατά την περίοδο αυτή πρέπει να είχε οργανωθεί κατά το πρότυπο του πτολεμαϊκού βασιλείου της Αιγύπτου. Το σύστημα του κρατικού ελέγχου και κρατικών μονοπωλίων στην παραγωγή και στη βιομηχανία, πάνω στο οποίο βασιζόταν η οργάνωση της οικονομίας, έδινε στον βασιλιά τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά τους υπηκόους του. Οι γεωργοί υποχρεώνονταν να καλλιεργούν ορισμένες εκτάσεις γης, από την παραγωγή των οποίων το κράτος αφαιρούσε τον φόρο, τον σπόρο της επόμενης χρονιάς και το ενοίκιο. Κατά την Ελληνιστική περίοδο σημαντική συμβολή στην οικονομία του νησιού πρέπει να είχαν και τα μεταλλεία. Η εκμετάλλευσή τους τόσο κατά την περίοδο αυτή, όσο και αργότερα, είλκυε το ενδιαφέρον του κράτους. Κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο ο αντικυβερνήτης του νησιού ήταν και ο υπεύθυνος των μεταλλείων (αντιστράτηγος του νησιού και ἐπὶ των μετάλλων). Άλλα βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής περιόδου είναι η άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων και η οικοδόμηση λαμπρών δημοσίων κτιρίων, όπως γυμνασίων, θεάτρων κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η ανάπτυξη της Πάφου ως πρωτεύουσας της Κύπρου. Όλα τα πιο πάνω μαρτυρούν ότι η οικονομία της Κύπρου κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου υπήρξε αρκετά ανθηρή. 

  

Την Ελληνιστική περίοδο ακολούθησε η Ρωμαϊκή  περίοδος (50 π.Χ.-330 μ.Χ.). Η διοίκηση της Κύπρου στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής περιόδου ήταν σκληρή και βάναυση. Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε, γιατί οι Ρωμαίοι παραχώρησαν ορισμένες διοικητικές ελευθερίες και κάποια αυτονομία στο νησί. Αναφέρονται π.χ. σε ορισμένες πόλεις, βουλή και δήμοι. Αναφέρεται επίσης το «Κοινόν Κυπρίων» που από τον καιρό του αυτοκράτορα Κλαύδιου (το 44 μ.Χ.) είχε το δικαίωμα να κόβει χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή: «Κοινόν Κυπρίων».  

 

Οι Ρωμαίοι  κατέλαβαν την Κύπρο  γιατί  ήθελαν βασικά να εκμεταλλευθούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα προϊόντα της. Η Κύπρος, όπως αναφέρει ο Στράβων που έζησε ακριβώς την εποχή αυτή (63 π.Χ.-25 μ.Χ.), ήταν εύφορη όσο κανένα άλλο νησί, παρήγε άφθονο κρασί και λάδι, ήταν αυτάρκης σε σιτηρά, τα μεταλλεία της εξακολουθούσαν να είναι αρκετά πλούσια και διέθετε άφθονη ξυλεία. Μιλώντας για τα αγροτικά προϊόντα γενικά ο Στράβων αναφέρει ότι η Κύπρος παρήγε πολύ κρασί (εοινος) και άφθονο ελαιόλαδο (εέλαιος), ενώ ο Αθήναιος (1ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι στην Κύπρο παράγονταν διάφορες ποικιλίες αμυγδάλων. Ο αστικός πληθυσμός, κρίνοντας από το γεγονός ότι οι πόλεις διέθεταν θέατρα, ωδεία, ναούς, αγορές, στάδια, γυμνάσια και άλλα αξιόλογα οικοδομήματα, ευημερούσε, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός βρισκόταν σε πολύ χειρότερη μοίρα και απασχολείτο στη γεωργία και τα μεταλλεία.

   

Δυο συνταρακτικά γεγονότα, που είχαν πολύ δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία του νησιού, ήσαν οι ισχυροί σεισμοί — εκείνος του 15 π.Χ. που κατέστρεψε την Πάφο την οποία ανοικοδόμησε ο Αύγουστος και εκείνος του 78 μ.Χ. που κατέστρεψε τρεις πόλεις, την Πάφο, τη Σαλαμίνα και το Κίτιον — και η εξέγερση των Ιουδαίων που έγινε το 116 μ.Χ. Στο νησί τότε υπήρχαν αρκετοί Ιουδαίοι στους οποίους οι Ρωμαίοι είχαν αναθέσει την εκμετάλλευση των ορυχείων χαλκού. Αυτό έγινε επί Αυγούστου, ο οποίος αναφέρεται ότι το 12 π.Χ. είχε παραχωρήσει στον Ηρώδη το προνόμιο της εξαγωγής της μισής παραγωγής των μεταλλείων των Σόλων με καταβολή πληρωμής 300 ταλάντων. Κατά την εξέγερση των Ιουδαίων στην Κύπρο (παρόμοια εξέγερση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα και στην Κυρήνη και στην Αίγυπτο) σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, σκοτώθηκαν 240 χιλιάδες Ιουδαίοι και Κύπριοι, αριθμός που όσο και αν είναι υπερβολικός δείχνει εντούτοις τόσο τον τότε πληθυσμό του νησιού όσο και το μέγεθος των καταστροφών που προκλήθηκαν από την εξέγερση.   

 

Η ύπαρξη και λειτουργία μεταλλείων στο νησί, για τα οποία έγινε ήδη λόγος, αποδεικνύεται και από άλλες μαρτυρίες. Αναφέρεται ότι την ειδική ευθύνη για την καλή λειτουργία των μεταλλείων είχε ένας procurator. Στις ελληνικές πηγές ο αξιωματούχος αυτός ονομάζεται «επίτροπος των μεταλλείων» (procurator metallorum). Όταν ο διάσημος γιατρός Γαληνός επισκέφθηκε την Κύπρο το 167 μ.Χ. συνοδευόταν από ένα συνεργάτη («ἑταῖρο») του επιτρόπου αυτού, πράγμα που του επέτρεψε να μεταφέρει μαζί του, στην επιστροφή, διάφορα υποπροϊόντα (οξείδια) των μετάλλων προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει στην ιατρική. Τα κυριότερα μεταλλεύματα που παρήγε το νησί κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ήσαν: ο χαλκός, ο άργυρος, ο χρυσός, ο σίδηρος, ο αμίαντος κ.ά.   

 

Στην  περίοδο της Ρωμαιοκρατίας έγιναν στην Κύπρο αρκετά δημόσια έργα. Ιδιαίτερα πολλά έργα κατασκευάστηκαν επί Αυγούστου όπως δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, θέατρα, ναοί κ.ά. Δεν παραμελήθηκαν εντελώς ούτε οι τέχνες. Αυτές εξακολουθούσαν να καλλιεργούνται, αν και βέβαια δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο της εποχής των Πτολεμαίων. Τα αξιολογότερα αρχιτεκτονικά μνημεία είναι: τα δημόσια οικοδομήματα του Κουρίου, ο ναός του Απόλλωνος, επίσης στο Κούριον, η αγορά και άλλα δημόσια κτίρια της Σαλαμίνος, οι επαύλεις της Νέας Πάφου με τα ψηφιδωτά κ.ά.