Οικονομία της Κύπρου

Τουρκοκρατία (1571 - 1878)

Image

Η Οθωμανική κατοχή της Κύπρου, γνωστή ως Τουρκοκρατία, διήρκεσε τρεις και πλέον αιώνες (από το 1570/71 μέχρι το 1878). Η κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς και η βίαιη προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Οι σημαντικότερες απ' αυτές ήσαν: Η εγκατάσταση Οθωμανών  στο νησί, η εκδίωξη των Λατίνων και η καταδίωξη της Λατινικής Εκκλησίας, η παλινόρθωση της Ορθόδοξης Κυπριακής Εκκλησίας, η κατάργηση του συστήματος της δουλείας που επικρατούσε μέχρι την εποχή εκείνη και η εφαρμογή του οθωμανικού διοικητικού συστήματος με κύρια χαρακτηριστικά τη βαριά φορολογία και την κακοδιοίκηση. Παρά το ότι στα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση του νησιού η τουρκική διοίκηση προσπάθησε να δείξει καλή θέληση προς τους κατοίκους του νησιού, στην πραγματικότητα το καθεστώς της τουρκικής διοίκησης έμελλε να είναι πολύ χειρότερο από εκείνο των Λατίνων, γεγονός που γρήγορα άρχισαν να αντιλαμβάνονται οι Κύπριοι.

 

Οι πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς  αποτελούν περίοδο παρακμής για το νησί. Ο πόλεμος, οι επιδημίες και η μετανάστευση ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού είχαν οδηγήσει την οικονομία σε άθλια κατάσταση. Η τουρκική διοίκηση, αν εξαιρέσουμε ορισμένα μέτρα που πήρε στις πρώτες δεκαετίες, δεν κατέβαλε συστηματικές και σοβαρές προσπάθειες για να βελτιώσει την κατάσταση. Απεναντίας η βαριά φορολογία, η καταπίεση του πληθυσμού και η κακοδιοίκηση έκαναν την κατάσταση αφόρητη για τους κατοίκους, γεγονός που μείωνε την οικονομική δραστηριότητά τους. Ο περιηγητής Φερμανέλ το 1630 περιέγραψε την τουρκική τυραννία ως εξής: Παρά το γεγονός ότι μπορούσαν να έχουν ψωμί για ολόκληρο το έτος οι Χριστιανοί κάτοικοι του νησιού είναι λίγοι, γιατί σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν υπάρχουν άλλοι Χριστιανοί που να υφίστανται τόση κακομεταχείριση. Ο πληθυσμός καταπιεζόμενος εγκαταλείπει την καλλιέργεια της γης και την κεντρική πεδιάδα και επιστρέφει στους βαλτότοπους και τις ελώδεις περιοχές. Οι πυρετοί και οι συνεχείς επιδημίες πανώλους τόσο πολύ βασανίζουν τον πληθυσμό, που οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν ν' αντέξουν.

 

Στο μεταξύ σ' ολόκληρη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου αιώνα επικρατούσε μια άσχημη οικονομική κατάσταση που οφειλόταν κυρίως στη μείωση της εμπορικής σημασίας των κυριοτέρων λιμανιών της περιοχής και γενικότερα του ρόλου που διεδραμάτιζε μέχρι τότε η περιοχή αυτή στο εμπόριο των ευρωπαϊκών χωρών. Το γενικό αυτό κλίμα, σε συνδυασμό με την κακή οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στο ίδιο το νησί, είχε δυσμενή αντίκτυπο και στην κυπριακή οικονομία. Η άθλια αυτή οικονομική κατάσταση, όπως ήταν φυσικό, ανάγκαζε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού να μεταναστεύει σ' άλλες χώρες προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, γεγονός που προκαλούσε μείωση του πληθυσμού και επιδείνωνε την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση που επικρατούσε. Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός του νησιού, που πριν από την κατάληψη του από τους Τούρκους ανερχόταν σε 200.000 περίπου, το 1670, σύμφωνα με τον Louis de Barrie, έπεσε στις 160.000 και το 1691-1695, σύμφωνα με τον Coronelli, σε 144.000. Ενάμισυ περίπου αιώνα αργότερα, το 1842, ο πληθυσμός της Κύπρου σύμφωνα με τον Άγγλο πρόξενο Lilburn, ανερχόταν σε 100.950, ενώ το 1881, δηλαδή τρία μόνο έτη μετά το τέλος της Τουρκοκρατίας, ο συνολικός πληθυσμός του νησιού, σύμφωνα με απογραφή που διενήργησαν οι  Άγγλοι, αριθμούσε 185.630 κατοίκους (137.631 Έλληνες, 45.458 Τούρκοι και 2.541 Καθολικοί, Μαρωνίτες, Αρμένιοι κ.α.).

 

Οι κυριότεροι ιστορικοί  που ασχολήθηκαν με τη μελέτη της Ιστορίας της Κύπρου θεωρούν ότι η  κυριότερη αιτία για τη μετανάστευση, που οδηγούσε στη συνεχή μείωση του πληθυσμού, ήταν η  βαριά και πολύμορφη φορολογία που επέβαλλαν οι κυβερνήτες και οι εισπράκτορες των φόρων στους κατοίκους του νησιού. Το δικαίωμα είσπραξης των φόρων παρεχωρείτο από το κράτος σε κάποιο Τούρκο φοροεισπράκτορα ύστερα από πλειστηριασμό. Ο τελευταίος είχε απόλυτη ελευθερία να ασκήσει όση πίεση ήθελε προκειμένου να συγκεντρώσει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό. Αποτέλεσμα της μείωσης του πληθυσμού ήταν είτε η ελάττωση των εισπραττομένων φόρων και η εμφάνιση ελλείμματος στον προϋπολογισμό, είτε η αύξηση της φορολογίας για όσους απέμεναν, πράγμα που καθιστούσε την τουρκική διοίκηση τυραννική και μισητή. Άλλο φαινόμενο που προήλθε κυρίως από την κατάσταση αυτή, ήταν ο φαινομενικός εξισλαμισμός πολλών Χριστιανών.

 

Το 1754 επί  αρχιεπισκόπου Φιλόθεου, με σουλτανικό φιρμάνι (Το Χάττ-ι Χουμαγιούν), το ύψος του κεφαλικού φόρου (χαρατσίου) και των άλλων άμεσων φορολογιών καθορίστηκε σε 20 1/2 γρόσια και ο φόρος των μοναστηριών σε 4.000 γρόσια. Τους φόρους αυτούς εισέπρατταν οι επίσκοποι και τους παρέδιδαν στον Τούρκο κυβερνήτη του νησιού, τον μουχασίλη. Ύστερα απ' αυτό ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι απέκτησαν δύναμη και κύρος μεταξύ όχι μόνο των Χριστιανών αλλά και των Τούρκων. Αν και είναι πράγματι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια το ύψος της φορολογίας σε όρους της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, από μελέτη των δεδομένων της εποχής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι άμεσοι φόροι αποτελούσαν ένα σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος των χωρικών — που έφθανε γύρω στο 20% — ενώ η φορολογία των αγροτικών προϊόντων ξεπερνούσε το 10% της συνολικής αξίας τους. Τέτοια φορολογία αποτελούσε δυσβάστακτο βάρος για τους αγρότες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψιν ότι αυτή επιβαλλόταν σε ανθρώπους που το εισόδημά τους μόλις και μετά βίας επέτρεπε την απλή επιβίωσή τους. Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι το φορολογικό σύστημα, εκτός από τη βασική φορολογία, περιελάμβανε και μια ποικιλία άλλων φόρων, όπως φόρος Verghi, φόρος για απαλλαγή των Χριστιανών από τη στρατιωτική θητεία, φόρος ζυγίσματος, φόρος πάνω στα διάφορα προϊόντα (κρασί, καπνό, αλάτι, αιγοπρόβατα), τελωνεία και δασμοί και διάφοροι άλλοι φόροι που όλοι μαζί αποτελούσαν πραγματική μάστιγα για τον πληθυσμό.

 

Εξετάζοντας τη διάρθρωση της οικονομίας του νησιού κατά την Τουρκοκρατία διαπιστώνουμε ότι  στην παραγωγή και το εμπόριο, σε σύγκριση με την περίοδο της Βενετοκρατίας, εγκαταλείφθηκε η παραγωγή ζάχαρης και μειώθηκαν η παραγωγή και οι εξαγόμενες ποσότητες αλατιού σε τέτοιο βαθμό που το βαμβάκι έγινε το σημαντικότερο προϊόν του νησιού. Τέλος σημειώθηκε μια γενική πτώση της παραγωγής και μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που άρχισε από τις αρχές του 17ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι και τον 18ο αιώνα. Η μείωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης καταπίεσης που υφίστατο ο πληθυσμός από την τουρκική διοίκηση.

 

Τα σημαντικότερα προϊόντα του νησιού ήσαν το βαμβάκι, που σε χρονιές καλής σοδειάς η ετήσια παραγωγή του έφθανε σε 5.000 μπάλες (5.000 καντάρια), το μετάξι που εξαγόταν στην Ευρώπη, το ριζάρι που εξαγόταν κυρίως στο Χαλέπι, τη Βαγδάτη και απ' εκεί στελνόταν στην Περσία, τα χαρούπια που εξάγονταν τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, και το κρασί που παραγόταν κυρίως στην επαρχία Λεμεσού και ήταν ξακουστό και περιζήτητο σ' ολόκληρη την Ανατολή και την Ευρώπη. Σιτάρι εξαγόταν κυρίως στην Τουρκία, αλλά μόνο σε χρονιές καλής σοδειάς όταν η παραγωγή, αφού ικανοποιούσε τις ανάγκες του εγχώριου πληθυσμού, επέτρεπε περισσεύματα για εξαγωγή. Η Κύπρος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, διέθετε επίσης μια ανθούσα υφαντουργική βιομηχανία που χρησιμοποιούσε εξαιρετικής ποιότητας ντόπιες ύλες, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν το βαμβάκι, το μετάξι, το μαλλί, το ριζάρι, η σόδα κ.α.

 

Η οικονομία του νησιού είχε βασικά τα ίδια χαρακτηριστικά και κατά τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Κύπρος ήταν κατ' εξοχήν χώρα γεωργική και αραιοκατοικημένη. Η ετήσια αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν μεγάλη, έτσι που σ’ ένα άτομο αναλογούσαν πέντε στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Στην καλλιέργεια της γης εχρησιμοποιούντο πρωτόγονα μέσα, κυρίως το ζευγάρι και το σύστημα της αγρανάπαυσης. Ο γεωργικός μηχανικός εξοπλισμός και άλλα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απλοποίηση της εργασίας και την αύξηση της παραγωγής, ήσαν εντελώς άγνωστα. Τα κυριότερα επαγγέλματα ασκούσαν οι Έλληνες, ενώ οι Τούρκοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την υφαντουργία. Η βιομηχανία στην Κύπρο ήταν ασήμαντη. Όμως ορισμένοι κλάδοι της βιοτεχνίας και οικοτεχνίας, ιδιαίτερα η υφαντουργία, ήσαν αρκετά ανεπτυγμένοι.

 

Η συγκοινωνία ήταν καθυστερημένη. Μέχρι το τέλος της Οθωμανοκρατίας, δηλαδή το 1878, στην Κύπρο είχε κατασκευαστεί ένας μόνο δρόμος, εκείνος που ένωνε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα. Η σοβαρή έλλειψη οδικού δικτύου καθιστούσε τη μεταφορά εμπορευμάτων δύσκολη και δαπανηρή, ακόμη και στην περίπτωση χρήσης ζώων. Γι’ αυτό και τα διάφορα τοπικά προϊόντα εξάγονταν απ' ευθείας από τα πλησιέστερα λιμάνια, που και αυτά υστερούσαν σε σχέση με άλλα ξένα. Το σημαντικότερο λιμάνι του νησιού μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας ήταν η Λάρνακα, στην οποία είχαν και την έδρα τους τα διάφορα προξενεία.

 

Δεύτερο σημαντικό λιμάνι ήταν εκείνο της Λεμεσού, ενώ η χωρητικότητα του λιμανιού της Αμμοχώστου μέχρι το τέλος της Οθωμανοκρατίας ήταν αρκετά περιορισμένη. Πολύ μικρά ήσαν επίσης τα λιμάνια της Πάφου και της Κερύνειας. Παρόλο που η Κύπρος δεν διέθετε δικό της εμπορικό στόλο, εντούτοις είχε συχνές και αξιόλογες εμπορικές επαφές με πολλά λιμάνια της γύρω περιοχής χάρις στις συχνές επισκέψεις που πραγματοποιούσαν στα κυπριακά λιμάνια διάφορα ξένα πλοία. Το 1862 στα κυπριακά λιμάνια κατέπλευσαν συνολικά 727 πλοία συνολικής δυναμικότητας 100.400 τόνων. Τα πλοία αυτά, που ήσαν κυρίως αυστριακά, τουρκικά, ελληνικά και γαλλικά, συνέδεαν το νησί με την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Ρόδο, τη Συρία και την Αίγυπτο.

Φώτο Γκάλερι

Image