Τράπεζες και τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο

Ιδρυση των πρώτων τραπεζών

Image

Η πρώτη τράπεζα που ιδρύθηκε στην Κύπρο ήταν η Αγγλο-αιγυπτιακή στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Τρία χρόνια αργότερα, το 1863, ακολούθησε η ίδρυση στην Κύπρο παραρτήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας, που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1844. Η ανάγκη για την ίδρυση τραπεζών και άλλων συναφών ιδρυμάτων στις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίες θα ασχολούνταν με τη χορήγηση πιστώσεων, τη διαχείριση των οικονομικών και την αναμόρφωση του νομισματικού συστήματος, είχε ήδη επισημανθεί από πολύ νωρίτερα στο Χαττ-ι Χουμαγιούν, που εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1856.

 

Η δραστηριότητα της Αγγλο-αιγυπτιακής Τράπεζας στην Κύπρο ήταν πολύ σύντομη, και ήδη το 1892 διέκοψε τις εργασίες που διενεργούσε στο νησί.

 

Αντίθετα, η Οθωμανική Τράπεζα είχε μακρά ιστορία στην Κύπρο που διάρκεσε περισσότερο από ένα αιώνα. Η παρουσία της διάρκεσε από το 1863 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1969 όταν τα καταστήματά της που υπήρχαν στην Κύπρο αγόρασε η διεύθυνση της Τράπεζας Γκρίντλεϋς που έδρευε στο Λονδίνο. Ακολουθώντας τις δυο αυτές τράπεζες το 1893 στην Κύπρο ίδρυσε παράρτημα και η Τράπεζα Αθηνών (η μετέπειτα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος). Περί τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ντόπια τραπεζικά ιδρύματα, αρχικά υπό μορφή ταμιευτηρίων και αργότερα υπό μορφή τραπεζών, ενώ το 1927 εγκαταστάθηκε και στην Κύπρο η Ιονική Τράπεζα και το 1937 η Τράπεζα Barclays. Η Ιονική λειτούργησε μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 1957, οπότε αγοράστηκε από την Τράπεζα Chartered.

 

Τα πρώτα ντόπια τραπεζικά ιδρύματα εμφανίστηκαν στην Κύπρο στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα. Το πρώτο απ' αυτά τα ιδρύματα ήταν το Ταμιευτήριο "Η Λευκωσία" που ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1899 με πρωτοβουλία μιας ομάδας γνωστών για την επαγγελματική και κοινωνική τους δράση, κατοίκων της Λευκωσίας. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, τα μέλη του «Κυπριακού Συλλόγου» επικροτηθήκαν θερμά για την απόφασή τους να ιδρύσουν ταμιευτήριο «διά τον λαόν». Όλη η προεργασία έγινε μέσα στον Κυπριακό Σύλλογο, από τα μέλη, με πρωτεργάτες τον Πρόεδρο του Συλλόγου, γιατρό Αντώνιο Θεοδότου και τον δικηγόρο Ιωάννη Οικονομίδη. Εκεί, στον Κυπριακό Σύλλογο, έγιναν και οι αρχαιρεσίες του Ταμιευτηρίου και αναδείχτηκε Διαχειριστική Επιτροπή με τους Ιωάννη Οικονομίδη, Διευθυντή, τον έμπορο Γεώργιο Παπαδόπουλο, Υποδιευθυντή, τον επίσης έμπορο Κωνσταντίνο Σαββίδη, Ταμία και τον Κώστα Σαμουήλ εμποροϋπάλληλο και μετέπειτα ιδρυτή της Εμπορικής Σχολής Σαμουήλ, Γραμματέα.

Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απάρτισαν οι Αντώνιος Θεοδότου (γιατρός), Ιωάννης Μ. Ζαχαριάδης (έμπορος), Αριστόδημος Φοινιέας \  Η πρώτη Γενική Συνέλευση του Ταμιευτηρίου «Η Λευκωσία» πραγματοποιείται στις 18 Φεβρουαρίου 1900, στον Κυπριακό Σύλλογο. Η ιδέα και το πνεύμα της αποταμίευσης απλώνεται σταθερά σε όλη την Κύπρο. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου αποφασίζεται η ίδρυση Ταμιευτηρίου στα Βαρώσια και ανατίθεται η σύνταξη του Καταστατικού στους δικηγόρους Λοΐζου, Μυριάνθη και Παυλίδη.

 

Δυο χρόνια αργότερα, το 1901, ιδρύθηκε το Λαϊκό Ταμιευτήριο Λεμεσού. Ιδρυτές του τέσσερεις ρηξικέλευθοι και προοδευτικοί λεμεσιανοί, οι Αγαθοκλής Φραγκούδης, Χριστόδουλος Σώζος, Ιωάννης Κυριακίδης και Νεοκλής Ιωαννίδης με πρώτον διευθυντή του τον Γεώργιο Θ Ρωσσίδη. «Σκοπός τους η ενθάρρυνση της αποταμίευσης ανάμεσα στο κοινό και ιδιαίτερα τους εργαζομένους. Το ταμιευτήριο στεγαζόταν αρχικά σ' ένα σπίτι στη Λεμεσό, σύντομα όμως, με την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη του κοινού, άρχισε να δυναμώνει και απέκτησε το δικό του οίκημα στην οδό Αθηνών. Στα πρώτα 23 χρόνια της λειτουργίας του το Ταμιευτήριο δεχόταν καταθέσεις από "ένα σελίνι και άνω" και χορηγούσε δάνεια σε τρεχούμενους λογαριασμούς και γραμμάτια.» ( Από την Ιστορία της Λαϊκής Τράπεζας).

 

 

Τα δυο ταμιευτήρια, της Λευκωσίας και Λεμεσού, υπήρξαν οι πρόδρομοι των δυο μεγαλυτέρων σημερινών εγχώριων τραπεζών, της Τράπεζας Κύπρου το πρώτο και της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου το δεύτερο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών δεκαετιών του 20ού αιώνα στην Κύπρο σιγά-σιγά είχε ιδρυθεί ένας σχετικά μεγάλος αριθμός εγχώριων τραπεζικών ιδρυμάτων που περιόριζαν τις εργασίες τους κυρίως στην πόλη στην οποία ιδρύθηκαν. Η περίοδος αυτή της ίδρυσης των πρώτων εγχώριων τραπεζικών ιδρυμάτων αποτελεί την πρώτη φάση διαμόρφωσης και ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο.

 

 

Η δεύτερη φάση ανάπτυξης των εγχώριων οικονομικών τραπεζικών ιδρυμάτων αρχίζει το 1922. Το έτος αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο, γιατί τότε θεσπίστηκε ο Νόμος περί Δημοσίων Εταιρειών. Η ψήφιση του νόμου αυτού άνοιξε νέους ορίζοντες για την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος του νησιού. Ήδη το 1924, δυο δηλαδή χρόνια μετά τη ψήφιση του Νόμου, το Λαϊκό Ταμιευτήριο Λεμεσού μετατράπηκε σε πλήρη τράπεζα και ενεγράφη ως εταιρεία με την επωνυμία Λαϊκή Τράπεζα Λεμεσού Λτδ, σήμερα γνωστή ως Λαϊκή Τράπεζα, σύμφωνα με τον Νόμο αυτό. Το 1930 ως εταιρεία με την επωνυμία Τράπεζα Κύπρου Λτδ ενεγράφη και το Ταμιευτήριο Λευκωσίας. Στο μεταξύ το 1925 από την τότε αποικιακή κυβέρνηση ιδρύθηκε και η Γεωργική Τράπεζα.

Το 1940, εκτός από την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα Λεμεσού, στο νησί υπήρχαν ακόμη τέσσερις ντόπιες τράπεζες και δυο ταμιευτήρια: η Τράπεζα Λάρνακας, η Τράπεζα Αμμοχώστου, η Λαϊκή Τράπεζα Πάφου, η Τράπεζα Μέλισσα Πάφου, το Κυπριακό Ταμιευτήριο στη Λευκωσία και το Τουρκικό Ταμιευτήριο. Επιπρόσθετα υπήρχαν και παραρτήματα τεσσάρων ξένων τραπεζών: της Οθωμανικής Τράπεζας, της Τράπεζας Αθηνών, της Τράπεζας Barclays και της Ιονικής Τράπεζας.

 

Η ύπαρξη μεγάλου σχετικά αριθμού ντόπιων τραπεζών, που αναπόφευκτα είχε ως φυσικό αποτέλεσμα τον γεωγραφικό διαχωρισμό της αγοράς, την εποχή εκείνη ήταν πολύ φυσική λόγω τόσο των όχι ικανοποιητικών συγκοινωνιών μεταξύ των πόλεων όσο και των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκαν. Γι' αυτό δεν θα ήταν άσκοπο να υπογραμμισθεί ότι τα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα ιδρύθηκαν κατά κύριο λόγο ως ταμιευτήρια με πολλά χαρακτηριστικά του συνεργατισμού.

 

Όμως με την πάροδο του χρόνου οι συνθήκες άρχισαν ν' αλλάζουν. Με την εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας και ειδικότερα την ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας και επικοινωνίας (οι  Άγγλοι βελτίωσαν το οδικό δίκτυο, διαδόθηκε η χρήση του αυτοκινήτου και εγκαταστάθηκαν τα πρώτα τηλέφωνα) εξέλιπαν οι λόγοι για την ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού μικρών τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία μάλιστα δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν -το καθένα ξεχωριστά- στις αυξανόμενες ανάγκες της οικονομίας του τόπου για χρηματοδότηση. Αντίθετα όλο και πιο έντονα πρόβαλλε η ανάγκη για τη δημιουργία μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων που θα ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της κυπριακής οικονομίας.

 

Την ανάγκη για πιο στενή συνεργασία αντελήφθησαν και τα ίδια τα τραπεζικά ιδρύματα, γι’ αυτό και από μόνα τους άρχισαν να συζητούν το θέμα.   Όμως την πραγματική λύση του προβλήματος εισηγήθηκε ο Controller of Banks. Στα τέλη του 1940, όταν η Τράπεζα Κύπρου ζήτησε να της παραχωρηθεί άδεια για να ανοίξει δεύτερο υποκατάστημα, αυτή τη φορά στη Λάρνακα, ο Controller of Banks εισηγήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου -που ήταν η μεγαλύτερη απ' όλες τις τοπικές τράπεζες- ν' αναλάβει την πρωτοβουλία για την ενοποίηση των διαφόρων τοπικών ιδρυμάτων.

 

Αρχικά, όταν η Τράπεζα Κύπρου ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία, την πρόσκληση της δέχτηκαν όλα τα τραπεζικά ιδρύματα εκτός από το Τουρκικό Ταμιευτήριο και το Κυπριακό Ταμιευτήριο στη Λευκωσία. Όμως όταν οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν και το σχέδιο πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή αποχώρησαν και άλλες τράπεζες και παρέμειναν μόνο η Τράπεζα Κύπρου και οι Τράπεζες Αμμοχώστου και Λάρνακας, οι οποίες το 1943 αποφάσισαν να συγχωνευθούν σ' ένα μεγαλύτερο και πιο ισχυρό ίδρυμα. Ως επωνυμία αποφάσισαν να διατηρήσουν όμως το όνομα της Τράπεζας Κύπρου, που ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δυο. Η συγχώνευση των τριών αυτών τραπεζών επικυρώθηκε το 1945, ύστερα από πολλές προσπάθειες και κατάλληλη τροποποίηση του περί Εταιρειών περιορισμένης ευθύνης Νόμου.

 

Το γεγονός αυτό -όπως θεωρήθηκε και τότε- υπήρξε πράγματι ένα πολύ μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης όχι μόνο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος αλλά και της κυπριακής οικονομίας. Η συνένωση των τριών αυτών τραπεζών καθιστούσε δυνατή τη δημιουργία ενός ισχυρού παγκύπριου τραπεζικού οργανισμού, που θα διέθετε πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια και οικονομικούς πόρους και θα ήταν σε θέση να βοηθήσει σημαντικά τη χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων και να συμβάλει αποτελεσματικότερα στη σταθερή ανάπτυξη και πρόοδο των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων του τόπου.

 

Η ενοποίηση των τριών τραπεζών δεν άργησε να επηρεάσει και τη στάση άλλων τραπεζών. Βλέποντας από τη μια τις επιτυχίες, την αυξανόμενη ισχύ της νέας Τράπεζας και τις καλύτερες υπηρεσίες που μπορούσε να προσφέρει στον τόπο και από την άλλη τη δική τους μειονεκτική θέση λόγω του μικρού τους μεγέθους, σιγά-σιγά πολλές απ' αυτές αποφάσισαν να ενωθούν με την Τράπεζα Κύπρου. Πρώτη ενώθηκε η Τράπεζα Μέλισσα της Πάφου το 1944 και ακολούθησαν το Κυπριακό Ταμιευτήριο το 1946 και η Λαϊκή Τράπεζα Πάφου το 1953.

 

Με τη συγχώνευση των πλείστων κυπριακών τραπεζών σε μια, συμπληρώθηκε η δεύτερη φάση ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος και άρχισε μια νέα, η τρίτη φάση, που διάρκεσε μέχρι το τέλος της Αγγλοκρατίας και είχε ως κύριο χαρακτηριστικό της την ανάπτυξη και προσφορά νέων τραπεζικών υπηρεσιών στον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο του νησιού. Το πρώτο σημαντικό γεγονός αυτής της φάσης ήταν η ίδρυση της Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου το 1944. Με σκοπό την παροχή δανείων για επενδύσεις στον τομέα των κατασκευών για ανέγερση οικιών, εργοστασίων, ξενοδοχείων κ.α., η Κτηματική Τράπεζα συνέβαλε σημαντικά στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της βιομηχανίας και του τουρισμού. Η παρουσία της Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου στους πιο πάνω τομείς υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Η προσφορά της ήταν αισθητή κυρίως στον τομέα της ανέγερσης νέων ξενοδοχείων προς αναπλήρωση του ξενοδοχειακού δυναμικού των κατεχομένων πόλεων Αμμοχώστου και Κερύνειας.

 

Άλλα σημαντικά γεγονότα της φάσης αυτής ήταν η ίδρυση: α) των Γενικών Ασφαλειών Κύπρου από το συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου το 1951 με σκοπό την προσφορά ενός πλατιού φάσματος ασφαλιστικών υπηρεσιών βοηθώντας έτσι ένα μεγάλο ποσοστό του εμπορικού και βιομηχανικού κόσμου και β) της Τράπεζας Κύπρου στο Λονδίνο το 1955, για την εξυπηρέτηση και διατήρηση των δεσμών των Κυπρίων που ζούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με την Κύπρο.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image