Τράπεζες και τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο

Η προσφορά των τραπεζών στην ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας

Image

Κατά την περίοδο από την ανεξαρτησία μέχρι το 1967 το εμπορικό τραπεζικό σύστημα συνέχισε τη συντηρητική πολιτική των αποικιοκρατικών χρόνων, γεγονός που περιόριζε σημαντικά τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί και να συμβάλει θετικά στις αναπτυξιακές ανάγκες της οικονομίας. Ειδικότερα οι δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών περιορίζονταν κυρίως στη συγκέντρωση καταθέσεων και στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων με ελάχιστο ή καθόλου κίνδυνο. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστώσεων κατευθυνόταν στους τομείς του εμπορίου, των οικοδομών και της κατανάλωσης. Ταυτόχρονα μεγάλο μέρος των καταθέσεων ετοποθετείτο στο εξωτερικό και η εγχώρια οικονομία αποστερείτο από σημαντικούς πόρους που αναμφισβήτητα θα υποβοηθούσαν την οικονομική ανάπτυξη. Κατά την περίοδο αυτή η νεοσύστατη Κεντρική Τράπεζα προσπαθούσε να καθιερώσει την επιρροή της με την πολιτική της «καλής θέλησης και πειθούς». Χωρίς να είναι ακόμη σε θέση να επιβάλει την άσκηση συγκεκριμένης πολιτικής την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι εμπορικές τράπεζες, περιόριζε τις προσπάθειές της στην τοποθέτηση των βάσεων για μελλοντική ενεργότερη ανάμειξή της στη νομισματική πολιτική των εμπορικών τραπεζών.

 

Όμως, μπορεί να λεχθεί ότι παρά την παθητική στάση που ακολούθησαν οι εμπορικές τράπεζες, η περίοδος 1960-67 διακρίνεται από ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που οφειλόταν πρωτίστως στην ισχυρή εξωτερική ζήτηση και την επανεπένδυση των κερδών του ιδιωτικού τομέα. Κύρια χαρακτηριστικά της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν η σταθερότητα με ανύπαρκτες σχεδόν πληθωριστικές πιέσεις, έντονη επενδυτική δραστηριότητα, πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών και ικανοποιητικά διεθνή αποθέματα.

 

Τον Ιανουάριο του 1968 η Κεντρική Τράπεζα έκανε ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης μιας νέας νομισματικής πολιτικής που θα ανταποκρινόταν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις τότε ανάγκες του αναπτυσσόμενου χρηματοδοτικού συστήματος της Κύπρου. Για τον σκοπό αυτό καθιερώθηκε ποσοστό ελαχίστων υποχρεωτικών καταθέσεων στην Κεντρική αποτελούμενο από το 2% των συνολικών καταθέσεων της κάθε τράπεζας και αναθεωρήθηκε η πολιτική που επέτρεπε στις εμπορικές τράπεζες να διατηρούν σημαντικό ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων τους στο εξωτερικό. Το ποσοστό τούτο αυξήθηκε σε 8% από το 1969, 10% το 1970 και 15% το 1971. Κύριοι λόγοι που επέβαλαν την υιοθέτηση της νέας αυτής πολιτικής ήταν: α) η ανάγκη να διευκολυνθεί η άσκηση μιας πιο αποτελεσματικής νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, β) η επιδίωξη να προστατευθούν οι κυπριακές καταθέσεις από υποτιμήσεις ξένων νομισμάτων και γ) η επιθυμία για διοχέτευση των κεφαλαίων που διατηρούνταν στο εξωτερικό σε εγχώριες επενδυτικές δραστηριότητες.

 

Η εφαρμογή της νέας αυτής πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα μετά το 1968 να παρατηρηθεί μια αλλαγή στην πολιτική των εμπορικών τραπεζών που αντικαθρεφτίζεται στην αναζήτηση νέων διεξόδων για την τοποθέτηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων τους. Σημειώθηκε και σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων και παρατηρήθηκε βελτίωση στην κατανομή των πιστώσεων. Η βιομηχανία και ο τουρισμός άρχισαν να ξεχωρίζουν ως δυναμικοί τομείς και να προσελκύουν το ενδιαφέρον των τραπεζών, ενώ οι διευκολύνσεις προς τον τομέα του εμπορίου αυξάνονταν με συγκρατημένους ρυθμούς.

 

Η οικονομική δραστηριότητα κατά την περίοδο 1968-1974 ήταν γενικά έντονη σε όλους τους τομείς. Η οικονομία εξακολουθούσε να προοδεύει με γοργό ρυθμό, αλλά ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες πληθωριστικές τάσεις, η επέκταση των οποίων θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή μελλοντική απειλή για την οικονομική ανάπτυξη. Για να προλάβει πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις η Κεντρική Τράπεζα εισήγαγε τη μέθοδο του «ποσοστού ρευστότητας» με την οποία όλες οι τράπεζες υποχρεώνονταν να διατηρούν ορισμένο μέρος των καταθέσεών τους σε συγκεκριμένη ρευστή μορφή. Το σύστημα αυτό παραμένει μέχρι και σήμερα το βασικότερο μέσο ελέγχου της αύξησης των πιστώσεων και της προσφοράς χρήματος.

 

Το πλήγμα της τουρκικής εισβολής του 1974 ήταν βαρύ και για το τραπεζικό σύστημα. Οι κυριότερες τράπεζες κατά το 1974 βρέθηκαν με ένα μεγάλο μέρος των δανείων τους να είχε δοθεί σε εκτοπισθέντες από την εισβολή πελάτες. Τα δάνεια αυτά διά νόμου παγοποιήθηκαν και αποτελούν μέχρι σήμερα νεκρό κεφάλαιο για τις τράπεζες. Το σύνολο των τραπεζικών δανείων που είχε δοθεί σε άτομα που το 1974 εκτοπίστηκαν με τη βία από τα σπίτια τους ανερχόταν στο 30% περίπου των δανείων του τραπεζικού συστήματος.

 

Η τουρκική εισβολή του 1974 και οι καταστροφές που επέφερε στην οικονομία του τόπου ανάγκασαν την Κεντρική Τράπεζα να προβεί σε αναστροφή της μέχρι τότε ισχύουσας νομισματικής πολιτικής. Αυτή αναπροσαρμόστηκε με στόχο να οδηγήσει την οικονομία στην ανάκαμψη. Υπό τις νέες περιστάσεις η διαθεσιμότητα των τραπεζικών δανείων έπρεπε να είναι εύκολη και το κόστος τους χαμηλό. Με διάφορα μέτρα η Κεντρική Τράπεζα μείωσε το κόστος χρηματοδότησης με τον καθορισμό ανωτάτων δανειστικών επιτοκίων και επιτοκίων καταθέσεων και την παραχώρηση κυβερνητικών εγγυήσεων σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής εξασφάλισής τους. Επίσης ιδρύθηκε το Ειδικό Ταμείο χρηματοδότησης έργων προτεραιότητας. Όμως παρ' όλα αυτά τα μέτρα, οι τράπεζες παρουσιάζονταν πολύ επιφυλακτικές και απρόθυμες να αυξήσουν τις πιστώσεις τους ενώ ο ιδιωτικός τομέας δεν έδειχνε ενδιαφέρον για ανάληψη νέων επενδύσεων. Έτσι η οικονομική δραστηριότητα κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα.

 

Όμως τον επόμενο χρόνο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και η οικονομία, με τη βοήθεια και εξωγενών παραγόντων, βρέθηκε ξανά στον δρόμο της ανάπτυξης. Κατά τη διετία 1976 και 1977 το σύνολο των δανείων από το τραπεζικό σύστημα αυξήθηκε κατά 83 εκ. λίρες ή 40%. Παράλληλα η πίστη του κοινού για επιβίωση και η εμπιστοσύνη του στο τραπεζικό σύστημα επανήλθε και κατά την ίδια διετία (1976-77) οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 30 εκ. λίρες ή 40%, από τις οποίες και προήλθαν τα νέα δάνεια. Οι θετικές εξελίξεις υποβοηθούμενες από ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες (αισθητή αύξηση των εισαγωγών των γειτονικών Αραβικών χωρών, πόλεμος στον Λίβανο κ.α.) συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα χρόνια. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εμπιστοσύνη για το μέλλον να παραμερίσει την επιφυλακτικότητα και οι τράπεζες να αρχίσουν να αναμειγνύονται ξανά όλο και πιο έντονα στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής δραστηριότητας.

 

Τα τελευταία χρόνια δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ποιοτική διάσταση των τραπεζικών πιστώσεων. Υιοθετούνται μέτρα ποιοτικού ελέγχου που περιορίζουν τη χρηματοδότηση ορισμένων μη επιθυμητών δραστηριοτήτων όπως την κατανάλωση, τις εισαγωγές και την κερδοσκοπία και ενθαρρύνουν τομείς προτεραιότητας όπως τη γεωργία, τη βιομηχανία, τον τουρισμό και τη χρηματοδότηση εξαγωγών.

 

Γενικά το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, παρά τις σοβαρές καταστροφές που υπέστη ένεκα της τουρκικής εισβολής του 1974, σημείωσε πρωτοφανή και αξιοζήλευτη ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή είναι τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική. Οι εμπορικές τράπεζες διέθεταν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 συνολικά 280 καταστήματα, από τα οποία τα 190 εξυπηρετούσαν τα αστικά κέντρα και τα 90 εξυπηρετούσαν τα κυριότερα αγροτικά κέντρα. Η ποσοτική μεγέθυνση του τραπεζικού συστήματος αντικατοπτρίζεται επίσης στο σύνολο του ενεργητικού των εμπορικών τραπεζών. Τούτο το 1984 ήταν 26 φορές μεγαλύτερο από ό,τι το 1960, ενδεικτικό της διεύρυνσης του τραπεζικού συστήματος. Αυτό αντιστοιχούσε με ένα ετήσιο μέσο ρυθμό αύξησης 14,3%. Οι τραπεζικές πιστώσεις κατά την περίοδο 1960-84 αυξάνονταν κατά μέσο όρο 13,6%, ενώ οι καταθέσεις αυξάνονταν κατά 14,0%. Βελτίωση επίσης σημειώθηκε στην κατανομή των τραπεζικών πιστώσεων. Το 1984 οι τομείς της βιομηχανίας και του τουρισμού απορροφούσαν περισσότερο από το 35,0% του συνόλου των τραπεζικών πιστώσεων σε σύγκριση με το 19,5% το 1960. Επιπρόσθετα κατά την ίδια περίοδο το μερίδιο του εμπορίου στις τραπεζικές πιστώσεις μειώθηκε από σχεδόν 30,0% στο 23,0%.

 

Από τα πιο πάνω στοιχεία αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το τραπεζικό σύστημα, με τον συστηματικό έλεγχο και την καθοδήγηση της Κεντρικής Τράπεζας, διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Κύπρου, στην επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας μετά το 1974 και, γενικότερα, στην επίτευξη του σημερινού αξιόλογου επιπέδου οικονομικής ευημερίας. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί και ο θετικός ρόλος των τραπεζών όσον αφορά την εισαγωγή της σύγχρονης τεχνολογίας στην οικονομία, πρωτίστως με την ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και τη δημιουργία εσωτερικών τμημάτων οικονομικών μελετών μέσω των οποίων εκφράζουν απόψεις και υποβάλλουν εισηγήσεις σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα αναγκαία μέτρα προς περαιτέρω ανάπτυξη και επίλυση προβλημάτων.