Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγναρόποδον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αγνάριν (1. το αποτύπωμα ποδιού ζώου ή ανθρώπου στο έδαφος, ίχνος πατημασιάς. 2. το σημάδι).

Συνώνυμα:

Αχναπόδαρον (το), Αχνάριν (το), Αχναρόποδον (το), Γνάριν (το), Αγναροπάτημαν (το)