Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγρωπεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

ανδρώνομαι

Συνώνυμα:

Αδρωπεύκω, Αθθρωπεύκω, Αθθρωπινεύκω, Αντρυνίσκω