Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γροικώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αγροικώ (1. ακολουθώ την επιθυμία, υπακούω. 2. δίνω βάση, ακούω. 3. αντιλαμβάνομαι).

Συνώνυμα:

Αδροικώ, Δροικώ