Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρούππια (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. εργαλείο ξυλογλυπτικής για χάραγμα. 2. η τρυπημένη. 3. η ατιμασμένη.

Συνώνυμα:

Δρούππια, Δρούψ̌ια (η)