Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρουσσούζης, -α, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. βουρσούζης (1. ο λαίμαργος, ο φαταούλας. 2. μτφ. ο γκαντέμης).

Συνώνυμα:

Βουρτσούζης, Γουρσούζης, Γουρτσούζης -α, -ικον