Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γιουτίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. συνάδω. 2. συνδιάζω. 3. συντείνω. 4. φέρνω τύχη.

Συνώνυμα:

Γιουτώ