Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γραπέττιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αγραπέττιν (1. αναφορά σε κάποιον (άνθρωπο, ζώο, πουλί) που κάνει γρήγορες και πηδηχτές κινήσεις. 2. όνομα μικρόσωμου πουλιού).

Συνώνυμα:

Αδραπέττιν