Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ίσ̌α μου (σου, του) »
Χωρίς Κατηγορία
Σημασία:
1. η σωστή θέση. 2. δεν χάνω, δεν κερδίζω, είμαι στα ίσα μου.
Ειδικές φράσεις:
«Με η ίσ̌α σου βρέθεται, με η ανάποδη» (λ. φρ.): λέγεται για ανθρώπους, που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι θέλουν.