Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαονάριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λαόνα (λοφίσκος, ύψωμα).

Συνώνυμα:

Λαόνιν (το)