Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λεφτοκάννης, -α, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λεφτοκάννας (αυτός που τα πόδια του είναι μεγάλα και λεπτά).