Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιοστρόφιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το φυτό ήλιος το οποίο στρέφει πάντα προς τον ήλιο, ηλιθοτρόπιον. 2. μτφ. ο ασταθής χαρακτήρας.

Συνώνυμα:

Νηλιοστρόφιν (το)

Ειδικές φράσεις:

«...λιοστρόφκια ούλλες είσαστιν, μιαν έτσι τζ̌αι μιαν έτσι, παίζετε στα δακτύλια σας μιτά σας όπκοιον μπλέξει...» (Γεωργίου Ηλία, «Γελόκλαμαν», Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού,σελ. 61, 1980)