Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιτανεία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

θρησκευτική πομπή π.χ. περιφορά εικόνων, ο εσπερινός αγάπης την Λαμπρή, η ακολουθία την προηγούμενη ημέρα μιας γιορτής.

Συνώνυμα:

Λιτή (η)