Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Λούρος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. βλ. βλούρος [1. ο οίστρος των προβάτων. 2. είδος μύγας που γεννάει τα αυγά της σε υγρές περιοχές του ανθρώπινου σώματος (μάτια, μύτη, στόμα]. 2. βλ. καμμιτσ̌ίν (το καμτσίκι).
Συνώνυμα:
Καμμουτσ̌ίν, Κουρπάτζ̌ιν (το)