Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεκατωμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

βλ. ανακατωμένος (ο ανακατεμένος, ο μπλεγμένος, αναμειγμένος).

Συνώνυμα:

Νεκατωτός, -ή, -όν