Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νερόθη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το υγρό που απομένει αφού βγει από το γάλα το χαλλούμι και η αναρή, το νερόγαλα.

Συνώνυμα:

Νερόθθη, Νορόθη, Νορόθθη (η), Νορός (ο), Ορόθη και Ορόφη (η)