Δασμοί

Image

Ο όρος δασμός [από το αρχ. ρ. δαίω = μοιράζω] σημαίνει: 1) τον φόρο και 2) το τέλος που υποχρεωτικά πληρώνεται σε εγχώριο χρήμα στο τελωνείο για κάθε εμπόρευμα που εισάγεται, εξάγεται ή διαμετακομίζεται.

 

Γενικά: Οι δασμοί είναι έμμεσοι φόροι και από τις αρχές του 13ου αιώνα για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης και της Κύπρου, αποτελούν το πιο κλασσικό και πλέον διαδεδομένο μέσο άσκησης της πολιτικής του κράτους στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου. Αυτοί έμμεσα επηρεάζουν ουσιαστικά τη διαμόρφωση και διαφοροποίηση της σχέσης μεταξύ των τιμών των εισαγομένων και εντοπίως παραγομένων προϊόντων, πράγμα που ασκεί αποφασιστική επίδραση στον τομέα της ανταλλαγής εμπορευμάτων με άλλες χώρες.

 

Οι δασμοί στην Κύπρο: Από διάφορα αρχειακά έγγραφα πληροφορούμαστε ότι και τα τρία είδη δασμών-εισαγωγικοί, εξαγωγικοί και διαμετακομιστικοί- εχρησιμοποιούντο και στην Κύπρο από το 13ο αιώνα. Ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Β' το 1291 παραχώρησε σημαντικά προνόμια στους εμπόρους από την Πίζα και την Καταλονία που εμπορεύονταν στην Κύπρο. Τόσο στους Πιζανούς όσο και στους Καταλανούς εμπόρους δινόταν το δικαίωμα να καταβάλλουν μόνο το ένα δεύτερο των συνηθισμένων δασμών (δηλαδή δυο βυζάντια τοις εκατό αντί 4%) στα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και 1% για τα εμπορεύματα που προορίζονταν για το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το 4%, χρησιμοποιώντας τη σημερινή ορολογία, αποτελούσε γενικό και το 2% προτιμησιακό δασμό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1306, ο Αμάλριχος αναγκάστηκε να παραχωρήσει σημαντικά προνόμια και στους Βενετούς.

 

Τελωνειακοί δασμοί εισπράττονταν στην Κύπρο και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το ύψος των γενικών δασμών ανερχόταν στα 5% επί της αξίας των εμπορευμάτων. Όμως οι έμποροι πολλών ευρωπαϊκών κρατών, στα οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία με το σύστημα των διομολογήσεων* είχε παραχωρήσει σημαντικά προνόμια, πλήρωναν αρκετά μειωμένους δασμούς. Τέτοια προνόμια απολάμβαναν οι έμποροι από τη Βενετία, Γένουα, Ραγούζα, Γαλλία και άλλες χώρες. Βέβαια τα προνόμια αυτά ίσχυαν σ' όλες τις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επομένως και στην Κύπρο. Τούτο επιβεβαιώνεται και από ένα ειδικό φιρμάνι με το οποίο ο σουλτάνος, στις 14-23 Σεπτεμβρίου του 1577, διέταζε τους Τούρκους αξιωματούχους της Κύπρου (τον μπεηλέρμπεη, τον δεφτερδάρη και τον καδή), να μη επιτρέπουν να ταλαιπωρούνται οι Ραγουζαίοι έμποροι που έρχονταν στο νησί με τα εμπορεύματά τους και τους πληροφορούσε ότι δεν επιτρεπόταν να εισπράττουν απ' αυτούς δασμό 5%, όπως είχε πληροφορίες πως συνέβαινε, γιατί   αυτό είναι αντίθετο με τα προνόμια που δόθηκαν στη Ραγούζα. Τέλος, τους διέταζε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε από τους Ραγουζαίους εμπόρους να εισπράττονται δασμοί μόνο 2% και να τιμωρούνται αυστηρά αυτοί που θα παρέβαιναν το σχετικό φιρμάνι.

 

Η επιβολή εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών στην Κύπρο συνεχίστηκε καθ’όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα, η Οθωμανική αυτοκρατορία στην προσπάθειά της ν' αποκομίζει όσο το δυνατό μεγαλύτερα έσοδα από το νησί επέβαλλε δασμούς και επί της εξαγωγής όλων των σημαντικών προϊόντων της Κύπρου όπως ήσαν το βαμβάκι, το μετάξι, το μαλλί, το ριζάρι κ.ά.

 

Στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας διατηρήθηκαν οι δασμοί που ίσχυαν επί Τουρκοκρατίας. Όμως, σταδιακά με διάφορα διατάγματα και το νόμο της 13.3.1884 εισήχθησαν διάφορες αλλαγές όσον αφορά τους δασμούς. Από το νόμο αυτό πληροφορούμαστε ότι τότε επιβαλλόταν εξαγωγικός δασμός ύψους 12%   ad valorem επί των εξαγωγών σταφίδας. Ο δασμός αυτός συνέχισε να υπάρχει και κατά τα επόμενα χρόνια. Την ίδια χρονιά καταβαλλόταν επίσης τέλος καταναλώσεως (Exice Duty) επί του κρασιού, των άλλων οινοπνευματωδών ποτών και των τσιγάρων που κατασκευάζονταν επιτόπου. Επίσης, τον ίδιο χρόνο αποφασίστηκε να καταργηθεί η δεκάτη* που εισπρασσόταν επί των σταφυλιών. Αργότερα η περί δασμών νομοθεσία υπέστη και άλλες αλλαγές, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις. Μερικές αξιόλογες απ' αυτές είναι οι διατάξεις που αναφέρονται στο τέλος καταναλώσεως και οι οποίες εισήχθησαν την 1η Αυγούστου 1951 καθώς και η εισαγωγή του θεσμού της αξίας σύμφωνα με την Ταξινόμηση των Βρυξελλών που έγινε το 1967.

 

Από τις καθιερωμένες διακρίσεις των δασμών στην οικονομική επιστήμη στην Κύπρο έχουμε βασικά τους εισαγωγικούς δασμούς καθότι οι εξαγωγικοί και διαμετακομιστικοί, όπως συμβαίνει σε πλείστες άλλες χώρες έχουν καταργηθεί, τους ταμιευτικούς που αποβλέπουν κυρίως στην ενίσχυση του δημοσίου ταμείου, τους προστατευτικούς που στόχος τους είναι η προστασία της εγχώριας παραγωγής, τους δασμούς κατ’ είδος που επιβάλλονται με βάση τον όγκο, το βάρος ή τον αριθμό του είδους, τους δασμούς κατ’ αξία (ad valorem) που επιβάλλονται με βάση την αξία του εμπορεύματος, τους γενικούς που ισχύουν για εμπορεύματα από οποιαδήποτε χώρα με την οποία δεν έχουν γίνει ειδικές εμπορικές συμφωνίες και τους συμβατικούς (χαμηλότερους) που επιβάλλονται σε εμπορεύματα που προέρχονται από χώρες με τις οποίες η Κύπρος έχει συνάψει συμφωνία.

 

Στην Κύπρο τα εμπορεύματα ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, για δασμολογικούς σκοπούς διακρίνονται σε: α) υποκείμενα σε δασμό (Dutiable) τα οποία προορίζονται για το ευρύ κοινό, β) τα αδασμολόγητα (Duty Free) που συνήθως προορίζονται για ειδικά πρόσωπα ή οργανισμούς, γ) τα απαγορευμένα (Prohibited) τα οποία είναι είδη που θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσία ασφάλεια (όπλα και   πυρομαχικά) και τη δημοσία αιδώ, και δ) τα ελεγχόμενα των οποίων η εισαγωγή υπόκειται σε έλεγχο από το κράτος.

 

Σύμφωνα με το Νόμο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως του 1977, η εκτελώνιση των εμπορευμάτων μπορεί ν’ αρχίσει με την παρουσίαση της Διασάφησης και των υπολοίπων εγγράφων καθώς και την καταβολή των δασμών που αναλογούν στα εισαγόμενα εμπορεύματα. Το ποσό του δασμού που θα πληρωθεί υπολογίζεται με δυο τρόπους: α) Κατ’ αξία (ad valorem) δηλαδή με ποσοστιαία αναλογία πάνω στην αξία του εμπορεύματος (%). Ως τέτοια λαμβάνεται η τιμή C.I.F. που περιλαμβάνει όλα τα έξοδα μέχρι να φθάσει το εμπόρευμα στο λιμάνι προορισμού. Στην τιμή αυτή δεν περιλαμβάνονται τα λιμενικά τέλη και οι έκτακτοι φόροι, όπως ο φόρος για τους εκτοπισμένους (Refugee Levy Tax), β) Κατά μονάδα (Specific duties) ανάλογα με τη φύση του εμπορεύματος. Ως τέτοιες μονάδες λαμβάνονται: το τεμάχιο, η οκά, η δωδεκάδα, οι 40 οκάδες (καντάρι), το γαλόνι προυφ, το τεμάχιο σε συνδυασμό με το βάρος, ο τόνος, τα 100 γαλόνια, το μήκος και άλλα. Σύμφωνα με το κυπριακό δασμολόγιο η υψηλότερη κατ’ αξία δασμολόγηση ανέρχεται στα 180% επί των καλλυντικών. Όμως το τελωνείο έχει το δικαίωμα να επιλέξει κατά πόσο σ' ένα εισαγόμενο εμπόρευμα θα επιβάλει δασμό κατ’ αξία ή κατά μονάδα ανάλογα με τη φύση του.

 

Οι δασμοί που επιβάλλονται στα εμπορεύματα που εισάγονται στην Κύπρο προς κατανάλωση περιέχονται σε ειδικό επίσημο πίνακα σε σχήμα βιβλίου που λέγεται Δασμολόγιο (Customs tariff). Στον πίνακα αυτό, που είναι επικυρωμένος από το νόμο, τα διάφορα εμπορεύματα είναι ταξινομημένα σε κατηγορίες με τον αντίστοιχο δασμό που εισπράσσεται από το τελωνείο κατά την εισαγωγή τους. Οι πίνακες που περιλαμβάνονται στο δασμολόγιο εκδίδονται συνήθως κάθε χρόνο, οι δε αλλαγές που είναι δυνατό να γίνουν στο μεταξύ, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της κυβέρνησης.

 

Οι δασμοί που επιβάλλονταν στην Κύπρο μέχρι την 1η Ιουλίου 1973 διαιρούνταν σε δυο κατηγορίες: α) τους συνήθεις ή γενικούς δασμούς (General rates) που επιβάλλονταν επί εμπορευμάτων τα οποία προέρχονταν από χώρες με τις οποίες δεν υπήρχε εμπορική σύμβαση και β) τους δασμούς προτιμήσεως (Preferential rates) οι οποίοι ήσαν χαμηλότεροι των συνήθων και επιβάλλονταν επί εμπορευμάτων που προέρχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Όμως μετά την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Κύπρου με την ΕΟΚ, αφού μεσολάβησε μεταβατική περίοδος που κράτησε από την 1η Ιουλίου 1973 μέχρι την 1η Ιουλίου 1977 (στη διάρκεια της οποίας στο δασμολόγιο της Κύπρου υπήρχαν τρεις κατηγορίες δασμών: α. για εισαγωγές από χώρες της ΕΟΚ, β. για εισαγωγές από χώρες της Κοινοπολιτείας και γ. για εισαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες), οι προτιμησιακοί δασμοί για τα προϊόντα που εισάγονται από την Κοινοπολιτεία  καταργήθηκαν.   Έτσι μετά την 1.7.1977 στο κυπριακό δασμολόγιο υπάρχουν δυο μόνο στήλες. Η πρώτη στήλη περιλαμβάνει τους χαμηλότερους προτιμησιακούς δασμούς που εφαρμόζονται για τις εισαγωγές εμπορευμάτων από τις χώρες της ΕΟΚ, ενώ η δεύτερη στήλη περιλαμβάνει τους ψηλότερους γενικούς ή συνήθεις δασμούς που εφαρμόζονται για τις εισαγωγές εμπορευμάτων από τις υπόλοιπες χώρες.

 

Επιπρόσθετα από τους δασμούς, στα εμπορεύματα που εισάγονται στην Κύπρο επιβάλλεται και η έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση (Temporary Refugee Levy Tax) που εισήχθη μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Το ύψος της επιβάρυνσης αυτής κυμαίνεται από 3,5 -6% επί της αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων.

 

Το τελωνείο, εκτός από τους δασμούς και την έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση, εισπράττει ακόμη και τα τέλη καταναλώσεως (Exice Duties). Ο σκοπός του τέλους αυτού είναι καθαρά ταμιευτικός και αποβλέπει αποκλειστικά στην ενίσχυση των εσόδων του κράτους. Τέλη καταναλώσεως εισπράττονται επί ορισμένων ειδών ευρείας κατανάλωσης όπως είναι η μπύρα, τα οινοπνευματώδη, ο ακατέργαστος καπνός, τα τσιγάρα, η βενζίνη, τα αναψυκτικά, τα σπίρτα και τα αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητα επιβαρύνονται με το ψηλότερο τέλος καταναλώσεως το οποίο φθάνει μέχρι το 120%.

 

Το 1969 στην τελωνειακή πρακτική της Κύπρου εισήχθη και ο θεσμός των απαλλαγών από την καταβολή δασμού. Τα εισαγόμενα εμπορεύματα απαλλάσσονται της καταβολής δασμού υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς που καθορίζονται επακριβώς από τις σχετικές νομικές διατάξεις.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια