Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηκοκκαλίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξηκοκκαλιάζω (1. ξεκοκαλίζω, ξεψαχνίζω. 2. γλείφω και τα κόκαλα. 3. μτφ. α) εξανεμίζω. β) ασκώ πίεση).