Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσικνίττα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξικνία (η τσουκνίδα).

Συνώνυμα:

Ξινίθθα, Ξινίττα, Σκνίδα, Σκνίθθα, Σνίδα, Τσικνίθθα, Τσουκνίθθα (η)