Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σύαμπρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

o μπαντζανάκης, καθένας από τους άντρες που οι σύζυγοί τους είναι αδελφές.

Συνώνυμα:

Σύγαμπρος (ο)