Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποκόβκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αποκόβκω (1. ξεκόβω. 2. ανεξαρτητοποιούμαι. 3. απομακρύνω. 4. απογαλακτίζω. 5. υπολογίζω).