Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποκρυώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ποκρυανίσκω (1. άρχισα να κρυώνω. 2. μτφ. δεν ενδιαφέρομαι).