Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌ουρουτεύκουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καταϊσ̌εύκουμαι (1. σπαταλιέμαι υπερβολικά και χωρίς λόγο. 2. υποβαθμίζομαι).

Συνώνυμα:

Καταρισ̌εύκουμαι, Καταρρίβκουμαι, Καταρρίφκουμαι