Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παραξόρτιτζ̌η (η) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. παραδκιάνταλος (1. ο αρρύθμιστος. 2. o ακανόνιστος. 3. ο συγχισμένος. 4. ο δυσειδής. 5. ο ελαττωματικός).

Συνώνυμα:

Παραξόρτικος (ο), Παραξόρτιτζ̌η (η), -ον