Δρυς

Image

Το γένος των δρυών (επιστημονική ονομασία: Quercus) περιλαμβάνει πάνω από 300 είδη που αυτοφύονται  στην  Ασία, στην  Αμερική, στην Αφρική και στην Ευρώπη. Τα περισσότερα από τα είδη αυτά είναι μεγάλα και αιωνόβια δέντρα της οικογένειας των Κυπελλοφόρων ή των Φηγιδών, ενώ μερικά άλλα είδη είναι θαμνώδη.

 

Ο δρυς ήταν κατά την αρχαιότητα ιερό δέντρο του Διός. Φαίνεται ότι μερικά είδη δρυός αυτοφύονταν στην Κύπρο από τα πολύ παλιά χρόνια, η δε ονομασία τους διασώζεται σε ονόματα χωριών (όπως ο Κάτω Δρυς) και σε τοπωνύμια.

 

Σήμερα στην Κύπρο απαντώνται τρία είδη δρυός, εκ των οποίων το ένα είναι μεγάλων διαστάσεων δέντρο ενώ τα άλλα δυο είδη είναι θαμνώδη. Το πρώτο είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία βαλανιδκιά (η) και τα άλλα δυο με τις τοπικές ονομασίες λατζ΄ιά και περνιά.

 

Η βαλανιδκιά (Quercus lusitanica), στην Ελλάδα γνωστή ως βελανιδιά, είναι δέντρο που το ύψος του φθάνει τα 25 μέτρα. Ο κορμός του είναι καστανού χρώματος με φλοιό βαθιά χαραγμένο από σχισμάδες. Έχει φύλλα ωοειδή που η κάτω επιφάνειά τους είναι καλυμμένη με λευκόφαιο χνούδι. Τα άνθη του είναι μονογενή, με τα αρσενικά να φύονται στις μασχάλες των φύλλων κατά ομάδες, ενώ τα θηλυκά είναι απόδισκα και βρίσκονται μαζί 2-3. Η γονιμοποίηση γίνεται με τη βοήθεια του ανέμου. Ο καρπός λέγεται βαλανίδιν και βρίσκεται στερεωμένος μέσα σε κύπελλο με γλωσσοειδή λέπια, ενώ το μήκος του είναι περί τα 3,5 εκατοστόμετρα. Το ξύλο της βαλανιδκιάς είναι βαρύ και σκληρό. Χρησιμοποιείται στη ναυπηγική, στην οικοδομική (κατασκευή πατωμάτων) και για κατασκευή βαρελιών, πασσάλων κλπ. Ο δρυς αυτός αναπτύσσεται συνήθως σε αργιλώδη εδάφη. Στην Κύπρο πιο γνωστά δέντρα αυτού του είδους είναι ο δρυς της Λάνιας και ο δρυς της Φύτης (βλέπε λήμμα δέντρα). Ο Αθ. Σακελλάριος (1855) μνημονεύει τήν μεγίστην δρῦν τῆς Κύπρου που είχε δει μεταξύ των χωριών Πολεμίου και Λετύμπους, κι αναφέρει ότι ήταν γνωστή ως δρυς του Σταυρολίβανου.

 

Η λατζ΄ιά (Δρυς η κληθρόφυλλος, Quercus cypria), είναι βασικό είδος των κυπριακών δασών. Γι’ αυτή βλέπε λήμμα λατζ΄ιά.  

 

Η περνιά (Πρίνος ή περνάρι, Quercus coccifera), είναι το δεύτερο από τα δυο θαμνώδη είδη δρυός που αυτοφύονται στα κυπριακά δάση. Γι’ αυτή βλέπε λήμμα περνιά.