Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκλερός, -ή, -όν »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. σκλερκός (1. ο σκληρός. 2. μτφ. α) ο ζόρικος. β) ο ηλικιωμένος).