Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Πουφές (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. πουφέ (1. ο μπουφές, έπιπλο κουζίνας ή της τραπεζαρίας μέσα στο οποίο τοποθετούνται κυρίως πιατικά, γυαλικά, τραπεζομάντιλα, τρόφιμα. 2. τραπέζι με φαγητά και ποτά σε συγκέντρωση για όρθιους καλεσμένους που σερβίρονται μόνοι τους).