Εθνική Οργάνωση Κύπρου ΕΟΚ

Image

Οργάνωση Ελλήνων της Κύπρου που ιδρύθηκε με σκοπό την επίτευξη της εθνικής αποκατάστασης της Κύπρου, δηλαδή την ένωσή της με την Ελλάδα. Η Οργάνωση ιδρύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930, μετά από ευρεία παγκύπρια συνέλευση που πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία και στην οποία πήραν μέρος πολλοί παράγοντες από όλη την Κύπρο.

 

Επικεφαλής της Οργάνωσης τέθηκε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ (1916 -1933), ενώ στην ανώτατη 37μελή ηγεσία της μετείχαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο ηγούμενος Κύκκου, αντιπρόσωποι άλλων μοναστηριών, οι  Έλληνες Κύπριοι βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου και άλλοι παράγοντες. Κατά την εποχή ίδρυσης της ΕΟΚ, η οποία αποτελούσε αντίδραση σε σειρά καταπιεστικών μέτρων των  Άγγλων κυριάρχων και της άρνησής τους να συζητήσουν έστω το ενωτικό αίτημα, κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο σερ Ρόναλντ Στορρς.

 

Ουσιαστικά η Εθνική Οργάνωσις Κύπρου αποτελούσε διάδοχο της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου που είχε ιδρυθεί το 1921. Ο σκοπός της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του καταστατικού της, ήταν ἡ διά τῆς ἑνώσεως τῶν διαθεσίμων δυνάμεων καί τοῦ συντονισμοῦ τῶν ἐφικτῶν προσπαθειῶν τοῦ  ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κύπρου ἐπίτευξις τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἀποκαταστάσεως διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῆς Μητρός Ἑλλάδος, ἐπιδιωκομένη διά παντός μέσου κρινομένου ὑπό τῆς Ὀργανώσεως ὡς προσφόρου καί συντελεστικοῦ πρός τοῦτο.

 

Σύμφωνα προς το άρθρο 3 του καταστατικού της Οργάνωσης, μέλη της ΕΟΚ εθεωρούντο πάντες οἱ  ἐνήλικοι ἂρρενες ἐν Κύπρῳ  Ἓλληνες καί οἱ  ἐν τῷ  ἐξωτερικῷ  Ἓλληνες Κύπριοι.

 

Η πρώτη εντυπωσιακή ενέργεια της ΕΟΚ ήταν η υπ’ αυτής διοργάνωση ενωτικών εκδηλώσεων, σε παγκύπρια κλίμακα, στις 25 Μαρτίου του 1930, οπότε υπεγράφησαν ψηφίσματα υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, τα οποία κι εστάλησαν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πρωτεύουσα η ΕΟΚ ίδρυσε γραφείο διαφωτίσεως επί του Κυπριακού ζητήματος. Στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1930, η ΕΟΚ υποστήριξε εκείνους από τους υποψηφίους οι οποίοι πολιτεύονταν με το σύνθημα Ἕνωσις καί μόνον Ἕνωσις, και που εξελέγησαν όλοι. Σταδιακά, η Οργάνωση αποκτούσε όλο και σημαντικότερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, η ΕΟΚ ενέκρινε, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, τις αποφάσεις που είχαν πάρει οι Έλληνες βουλευτές σε μυστική τους σύσκεψη στο χωριό Σαϊττάς, την οποία είχε συγκαλέσει 15 μέρες πιο πριν ο μητροπολίτης Κιτίου και βουλευτής Νικόδημος Μυλωνάς. Οι αποφάσεις αφορούσαν την αρνητική στάση που θα ετηρείτο ενάντια στην επιμονή της αγγλικής κυβέρνησης να εισπράττει ακόμη ειδικούς φόρους από την Κύπρο για αποπληρωμή του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Αγγλογάλλους δανειστές το 1885 και που το είχε χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο!

 

Οι αποφάσεις των Ελλήνων βουλευτών που ενέκρινε η ΕΟΚ, καθώς και η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα του μητροπολίτη Νικοδήμου Μυλωνά (17 Οκτωβρίου του 1931) απετέλεσαν σπίθες για το έναυσμα της μεγάλης εξέγερσης του Οκτωβρίου του 1931, τα γνωστά Οκτωβριανά.

 

Μετά την εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931, επιβλήθηκαν στην Κύπρο σκληρότατα δικτατορικά μέτρα, εξαιτίας των οποίων η Οργάνωση δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Η εξορία, εξάλλου, του μητροπολίτη Νικοδήμου Μυλωνά, του μητροπολίτη Κυρηνείας Μακαρίου και άλλων παραγόντων, και ο θάνατος του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου το 1933, κατέστησαν την Εκκλησία της Κύπρου ακέφαλη. Τα δικτατορικά μέτρα συνεχίστηκαν μέχρι και τα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Αργότερα, μετά την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας (1948) μεθοδεύτηκε ξανά απ’ αυτήν ο ενωτικός αγώνας και δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) που ανέλαβε την ένοπλη πια επανάσταση, η οποία άρχισε την 1η Απριλίου 1955.