«Εκατόλογα» ή «Εκατόλ’ Λόγια»

Image

Μεσαιωνικό δημοτικό τραγούδι της Κύπρου που περιλαμβάνεται στην ομάδα των ερωτικών στην οποία ανήκουν και τα επίσης γνωστά δημοτικά τραγούδια της Αροδαφνούσας, της Ζωγραφούς, της Τριανταφυλλένης, της Λυερής (Λυγερής) και άλλα. Απ’ αυτά, το πιο γνωστό και σημαντικό είναι εκείνο της Αροδαφνούσας, με το οποίο τα Εκατόλογα ανήκουν πιθανότατα στην ίδια χρονολογική περίοδο, εκείνη της Φραγκοκρατίας. Ωστόσο ο Αθ.Σακελλάριος (Τα Κυπριακά, τόμος Β΄), υποστηρίζει ότι τα Εκατόλογα πιθανό ν’ ανήκουν χρονολογικά στη Βυζαντινή εποχή και να είναι σύγχρονα των ακριτικών τραγουδιών του Διγενή, των Τριών Αδελφών κ.ά. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα Εκατόλογα είναι τραγούδι μεταγενέστερο των ακριτικών και εκείνου της Αροδαφνούσας. Πάντως το ίδιο το τραγούδι, από την αρχή του, καθορίζει ότι η υπόθεσή του εξελίσσεται αφής εχτίστ’ η Τζ’ιβωτός  τζ’εθεμελιώθηγ’ κόσμος / εχτίστην το τετράποον της Τζ’ύπρου το ρηάτον (βασίλειο), ενώ σε άλλη παραλλαγή προστίθεται και το κτίσιμο της Αγίας Σοφίας και της Αμμοχώστου. Η αναφορά στην Αμμόχωστο ειδικά, ίσως μας κατευθύνει να τοποθετήσουμε οριστικά τη γέννηση του τραγουδιού κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, οπότε η πόλη αυτή ήταν η πιο σημαντική και πλούσια της Κύπρου.

 

Υπόθεση:   Ήρωες του τραγουδιού είναι η όμορφη Λυερή και ο Παίδκιος (Νέος) που την ερωτεύεται. Σε παραλλαγή του τραγουδιού καθορίζεται ότι ο νέος αυτός είναι ο γιος του (ακαθόριστου) βασιλιά. Αφού ο νέος (το βασιλόπουλο) αποκρούει συμβουλές της μάνας του που τον παρακινεί ν’ ασχολείται με πολεμικούς άθλους παρά με έρωτες, ξεπουλεί την περιουσία και όλα του τα υπάρχοντα και γίνεται μισταρκός (δούλος) της Λυερής. Η τελευταία είναι αρχοντοπούλα, με βάγιες, που διαμένει σε πύργο. Αφού ο νέος κάνει πολλές προσπάθειες να κατακτήσει την αγαπημένη του, την οποία και ακολουθεί παντού βήμα με βήμα, τελικά δίνει έξυπνες απαντήσεις στα εκατό λόγια που εκείνη του απευθύνει, και πετυχαίνει το σκοπό του. Όμως, αφού πια κατέκτησε την ωραία Λυερή, ύστερα μάλιστα από τεράστιες προσπάθειες, τώρα την περιφρονεί. Κι όταν εκείνη εκφράζει τότε την επιθυμία να πεθάνει, την συμβουλεύει να το πράξει πίνοντας της δάφνης το ζουμίν, της αρκολιάς (αγριοελιάς) το λάιν, πράγμα που εκείνη κάνει και πεθαίνει. Σε άλλη παραλλαγή, οι δυο τους πηγαίνουν στο τέλος στον κριτήν για να τους κρίνει, ενώ σε άλλες παραλλαγές η Λυερή εμφανίζεται κυνική τόσο, ώστε μετά την ερωτική της νύχτα με τον νέο και την εκδήλωση της δικής του περιφρόνησης, απαντά: Νύχτά ’τουν, τίς μας ένωσεν, αυκή ’ τουν, τίς μας είδεν;

 

Το τραγούδι είναι μακροσκελές, με περισσότερους από 200 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σε μια από τις παραλλαγές του, οι στίχοι ανέρχονται στους 272, ενώ σε άλλες οι στίχοι είναι λιγότεροι.