Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τταππουροκωλού (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μοτόρα (η μοτοσυκλέτα, το δίκυκλο).

Συνώνυμα:

Τταππουρού (η)