Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φουσ̌σ̌ιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. φουσ̌σ̌εύκω (1. βάζω κάτι μέσα σε υγρό για να διαποτιστεί τελείως. 2. ξεπρήζομαι. 3. κλουβιάζω).