Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φτερίτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φτερικούδιν (το καλλωπιστικό φυτό φτέρη).

Συνώνυμα:

Φτερίσ̌ια, Φτερίτζ̌ια (τα)