Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φυρνώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. φυράζω (1. μικραίνω σε όγκο. 2. αποχαυνώνομαι).

Συνώνυμα:

Φυρανίσκω