Ερήμη αρχαιολογικός χώρος

Image

Στην τοποθεσία Παμπούλα, που βρίσκεται στα δυτικά σύνορα του χωριού Ερήμη, σ’ ελάχιστη απόσταση από τον κύριο δρόμο Λεμεσού - Πάφου, έχουν αποκαλυφθεί μερικά από τα οικιακά αρχιτεκτονικά και άλλα κατάλοιπα ενός από τους πιο σημαντικούς κυπριακούς προϊστορικούς συνοικισμούς, που χρονολογείται στη Χαλκολιθική εποχή (3900 -2500 π.Χ.). Ένα μικρό τμήμα του συνοικισμού, εμβαδού 136 περίπου τ.μ., σκάφτηκε συστηματικά από το Κυπριακό Μουσείο μεταξύ των ετών 1933 - 1935, υπό τη διεύθυνση του Π. Δίκαιου.

 

Οι αρχαιολογικές αυτές έρευνες, που είναι οι πρώτες κατ’ ανασκαφική σειρά σε συνοικισμούς της Χαλκολιθικής εποχής, ρίχνουν άπλετο φως στην εξέλιξη της οικιακής αρχιτεκτονικής, της αγγειοπλαστικής, της μικροτεχνίας και του όλου κυπριακού Νεολιθικού και Χαλκολιθικού πολιτισμού γενικότερα. Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα ο πολιτισμός της Ερήμης χαρακτηρίζεται από ένα κράμα παλαιότερων συνθετικών στοιχείων, που θυμίζουν την παράδοση της Προκεραμικής Νεολιθικής και της Νεολιθικής II περιόδου, αλλά στη γενική του μορφή παρουσιάζει αρκετές καινοτομίες. Η οικιακή αρχιτεκτονική απέχει πολύ απ’ εκείνη της Νεολιθικής εποχής. Οι κατοικίες είναι ακανόνιστες κυκλικές, λαξευμένες τμηματικά στο φυσικό βράχο, και το υπέργειο τμήμα τους είναι κατασκευασμένο από ξύλα, επενδυμένα με παχύ στρώμα πηλού. Μια άλλη παραλλαγή είναι η ολότελα υπέργεια κατοικία σε σχήμα κώνου. Η μέση διάμετρος των κυκλικών κατοικιών της Ερήμης είναι 4 μέτρα, αλλά σε μερικές περιπτώσεις φθάνει τα 6 μέτρα. Υπάρχουν επίσης δείγματα κατοικιών διαιρεμένων σε ένα ή δυο μικρότερους διαδοχικούς χώρους (περισσότερες λεπτομέρειες βλ. λήμμα αρχιτεκτονική - Χαλκολιθική εποχή).

 

Τα ταφικά έθιμα των προκεραμικών νεολιθικών συνοικισμών και ιδιαίτερα εκείνα της Χοιροκοιτίας αναβιώνουν στο συνοικισμό της Ερήμης. Οι νεκροί θάβονταν μέσα σε λακκοειδείς τάφους κάτω από τα δάπεδα ή απ' έξω από τις κατοικίες σε συνεσταλμένη στάση και συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα. Σε μερικές ταφές βρέθηκαν και μεγάλοι ακατέργαστοι λίθοι πάνω στο σώμα του νεκρού.

 

Οι κάτοικοι της Ερήμης ασχολούνταν περισσότερο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία αλλά ήσαν και επιδέξιοι αγγειοπλάστες. Τα άφθονα κεραμικά όστρακα, που βρέθηκαν στα δάπεδα των κατοικιών, μαρτυρούν ότι η αγγειοπλαστική τους ήταν πιο εξελιγμένη από την αγγειοπλαστική της Νεολιθικής II περιόδου. Τα αγγεία με τη «κτενιστή» διακόσμηση είναι πολύ λιγοστά και φθίνουν σταδιακά για να αντικατασταθούν από ένα νέο τύπο αγγείων, τα λεγόμενα ερυθρά με στιλβωτό επίχρισμα.

 

Παράλληλα μ’ αυτά, τα προγενέστερα νεολιθικά με την ερυθρωπή ζωγραφιστή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια εξελίσσονται περισσότερο τόσο στα σχήματα   όσο   και   στη   διακόσμηση. Εκτός από τις μικρές πρόχους και τα κύπελλα κατασκευάζονται τώρα μεγάλοι αποθηκευτικοί ανοικτοί πίθοι με καμπυλόσχημα τοιχώματα και μεγάλες οξυπύθμενες ραδινόσχημες, μόνωτες και άωτες πρόχοι. Η διακόσμησή τους, που γίνεται με μεγάλη υπομονή και προσοχή, είναι μια μεγάλη ποικιλία αφηρημένων γεωμετρικών ή φυτικών μοτίβων, σχεδιασμένων με κοκκινωπό χρώμα πάνω στο λευκό επίχρισμα. Τα πιο αγαπητά από τα αφηρημένα  γεωμετρικά  σχήματα, που στολίζουν τις επιφάνειες των αγγείων είναι οι κλιμακωτές οριζόντιες, κατακόρυφες και λοξές ταινίες, οι ρόμβοι, τα τρίγωνα και οι μαίανδροι. Εκτός από τα μεγάλα σχήματα των πίθων και των πρόχων, οι λαβές των αγγείων είναι εντελώς νέες επινοήσεις.

 

Τα ανευρεθέντα λιγοστά λίθινα αγγεία είναι πολύ κατώτερα ποιοτικά σε σύγκριση με τα αντίστοιχά τους της Νεολιθικής ΙΙ περιόδου. Ανάμεσα στα συνηθισμένα οστέινα αντικείμενα, τα κοσμήματα από στεατίτη και τ’ άλλα είδη μικροτεχνίας που βρέθηκαν στην Ερήμη, περιλαμβάνεται κι ένα μικρό χάλκινο κοπίδι, που είναι το πρώτο δείγμα στο είδος του στην ιστορία του κυπριακού πολιτισμού και που χάρη σ’ αυτό ονομάστηκε Χαλκολιθική η εποχή στην οποία ανήκει. Η παρουσία του μοναδικού αυτού χάλκινου αντικειμένου στον ανασκαφικό χώρο της Ερήμης προαναγγέλλει την ανακάλυψη του χαλκού στην Κύπρο, που αργότερα η αδιάκοπη εκμετάλλευση, η χρησιμοποίηση και εξαγωγή του θα αποτελέσει το βάθρο της οικονομικής και πολιτιστικής εξέλιξης στο νησί. Από τ’ άλλα κομψοτεχνήματα των μικροτεχνικών έργων, που απέδωσαν οι ανασκαφικές έρευνες στην Ερήμη, σημαντικότατα και μοναδικά στο είδος τους είναι μερικά δείγματα σταυρόσχημων ειδωλίων από γκριζοπράσινο στεατίτη με εντονότατη την εξέλιξη και διαφορά τους από τ’ αντίστοιχα λίθινα πρότυπά τους της Νεολιθικής εποχής. (Λεπτομέρειες για την τεχνοτροπία τους βλέπε λήμμα γλυπτική - Χαλκολιθική εποχή).

 

Το 2007 – 8 έγινε ανασκαφή  του σπηλαίου 1 στη τοποθεσία Πιθάρκα, στο πλαίσιο του διασυνοριακού προγράμματος Ελληνοκαμάρα Κάσου – Ερήμη Πιθάρκα. Η ανασκαφή στους θαλάμους του σπηλαίου έδειξε την ύπαρξη κατασκευών σ’ αυτούς, όπως εστίες, κτιστά έδρανα, μία κτιστή κατασκευή ημικυκλικού σχήματος και καμπύλου κτιστού τοίχου  που ορίζει κτιστό προθάλαμο. Σε μερικά σημεία τα πατώματα είναι επιστρωμέα με χρωματολάσπη ή στρώσεις λίθων. Τη σημαντικότερη αποκάλυψη αποτελεί ωοειδής κατασκευή στης οποίας το εσωτερικό βρέθηκαν ίχνη καύσης, ενώ υπήρχαν στο βάθος και τρύπες εξαερισμού. Τα στοιχεία υποδηλώνουν, πιθανότατα, ότι στο χώρο υπήρχε κλίβανος κεραμικής. Εξάλλου έντονα και εκτενή ίχνη καύσης παρουσιάζονται σε διάφορα σημεία του σπηλαίου.

 

Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνονται διακοσμημένη κεραμική της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, καθώς και λίθινα εργαλεία. Η ανεύρεση μεγάλου αριθμού θραυσμάτων από πίθους και αποθηκευτικά αγγεία, καθώς και ωημένου πηλού, ενισχύει την άποψη ότι το εσωτερικό του σπηλαίου πιθανότατα λειτούργησε ως εργαστήριο κατασκευής αποθηκευτικών αγγείων. Τούτο ίσως να μη είναι άσχετο προς το ότι η περιοχή ονομάζεται Πιθάρι. Το τοπωνύμιο φαίνεται να είχε δοθεί λόγω της ύπαρξης θραυσμάτων τέτοιων αγγείων ή και ολοκλήρων αγγείων που αφαιρέθηκαν από το χώρο σε παλαιότερη εποχή.