Εβραίοι και Κύπρος

Οι Ιουδαίοι στην Αρχαία Κύπρο

Image

Ιουδαίοι και Κύπρος: μια ιστορία αιώνων

Η Κύπρος υπήρξε ένα σημαντικό κέντρο της ιουδαϊκής Διασποράς κατά την Αρχαιότητα. Η γεωγραφική της θέση, μόλις μερικά χιλιόμετρα από την Παλαιστίνη, και βέβαια ο φυσικός της πλούτος, από πολύ νωρίς την κατέστησαν έναν ελκυστικό προορισμό για τους Ιουδαίους. Αριθμός επιγραφών του 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στο Κίτιο μαρτυρούν ότι, ήδη κατά την Περσική περίοδο, στην περιοχή βρίσκονταν εγκατεστημένοι, εκτός από τους Φοίνικες, και Ιουδαίοι. Κατά την Ελληνιστική και πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο, η ιουδαϊκή διασπορά ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο για λόγους ιστορικούς, που σχετίζονταν κυρίως με τις περιπέτειες της ιδιαίτερης τους πατρίδας. Μέχρι την εποχή του Τραϊανού (98-117) είχε συγκεντρωθεί στην Κύπρο ένας ιουδαϊκός πληθυσμός αρκετά ισχυρός, ώστε να μπορεί να συμμετάσχει στην μεγάλη εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων το 115-117, καταστρέφοντας πλήρως την πόλη της Σαλαμίνας και εξολοθρεύοντας ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό πληθυσμό της, όπως μαρτυρά ο ρωμαίος ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ. Δίων Κάσσιος (Ιστορία, 68, 32). 

 

Ελληνιστική περίοδος

Παρόλο που τα τεκμήρια που διαθέτουμε από την Ελληνιστική περίοδο είναι εξαιρετικά περιορισμένα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την έντονη και οργανωμένη παρουσία των Ιουδαίων στην Κύπρο ήδη από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.

Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τo status του νησιού ως πτολεμαϊκή κτήση ενεθάρρυνε σε μεγάλο βαθμό την εγκατάσταση Ιουδαίων. Ο ιουδαίος ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ. Φλάβιος Ιώσηπος, στο 12ο βιβλίο του έργου του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία (XII, 3-7), αναφέρεται στην υποχρεωτική μετακίνηση αρκετών χιλιάδων Ιουδαίων προς την Αίγυπτο και τις άλλες πτολεμαϊκές κτήσεις από τον Πτολεμαίο Α΄ ο Λάγου, μετά από το τέλος της τρίτης του εκστρατείας στην Παλαιστίνη, το 301 π.Χ. Η ίδια πληροφορία επιβεβαιώνεται και από την Επιστολή του Αριστέα προς τον Φιλοκράτη (§§ 12-14). Θα ήταν πραγματικά απίθανο η Κύπρος να μην περιλαμβανόταν στην περιοχές που δέχθηκαν Ιουδαίους το 301.

 

 

Εξάλλου, σύμφωνα με τον συγγραφέα του Α΄ βιβλίου των Μακκαβαίων, η Κύπρος υπήρξε ένα από τα 19 μέρη (πόλεις και νησιά) στα οποία στάλθηκαν αντίγραφα της επιστολής του ρωμαίου υπάτου Λούκιου Καικίλιου Μέτελλου (π. 200-136 π.Χ.) το 142 π.Χ., με σκοπό την επικύρωση των δικαιωμάτων των Ιουδαίων (Μακκ. 15, 19-23). Αν δεχτούμε την γνησιότητα του εγγράφου αυτού, έχουμε στη διάθεσή μας μια ένδειξη ότι στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. υπήρχε στην Κύπρο ένας ιουδαϊκός πληθυσμός αρκετά μεγάλος, ώστε να απολαμβάνει συγκεκριμένων δικαιωμάτων και να χαίρει επισήμως της ρωμαϊκής προστασίας, ενώ μέχρι την εποχή του Υρκανού Β΄, δηλαδή στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., ο Ιώσηπος αναφέρει ότι η ιουδαϊκή κοινότητα της Κύπρου παρουσίαζε ιδιαίτερη άνθηση (Ιουδ. Αρχ. 13, 284). 

 

Δυστυχώς, οι αναφορές αυτές δεν υποστηρίζονται από τις αντίστοιχες επιγραφικές ή αρχαιολογικές μαρτυρίες. Τα μόνα τεκμήρια ιουδαϊκή παρουσίας στην Κύπρο που διαθέτουμε από την περίοδο αυτή συνίστανται σε δύο εξαιρετικά αποσπασματικές επιγραφές του 2ου ή 1ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στην περιοχή της Λεμεσού. Η μία δεν είναι παρά μαρμάρινο θραύσμα που διασώζει μόνο το όνομα «Ονίας»· επομένως, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί. Η δεύτερη, που βρέθηκε στην Αμαθούντα, διασώζει ένα κάπως εκτενέστερο, πλην όμως υπερβολικά αποσπασματικό,  κείμενο, με αποτέλεσμα η όποια ερμηνεία να καθίσταται επισφαλής. Σύμφωνα με την Ινώ Νικολάου, που πρώτη δημοσίευσε την επιγραφή αυτή το 1968 (Nicolaou, 1968, no. 8), πρόκειται για αναφορά στην κατασκευή μιας «πύλης κεδρίνης», την εποχή που άρχων ήταν κάποιος «Ανανίας». Η αποκατάσταση του ονόματος Ανανίας από την πρώτη εκδότρια, αποτελεί και το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στην ιουδαϊκή προέλευση της επιγραφής. Νεότεροι μελετητές τείνουν πλέον να αμφισβητούν την ανάγνωση αυτή, αμφισβητώντας και την ιουδαϊκή της προέλευση (IJO III, App27, 246).

 

Ρωμαϊκή περίοδος

Δύο αιώνες μετά από το Α΄ βιβλίο των Μακκαβαίων, η επιστολή του Ιουδαίου βασιλέως Αγρίππα Β΄ (28-92/100) προς τον αυτοκράτορα Γάιο Καλιγούλα (12-41) έρχεται να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία ότι η Κύπρος αποτελούσε σημαντικό κέντρο της ιουδαϊκής διασποράς. Μια επιστολή που τοποθετείται στο 40 μ.Χ. και την οποία μας διασώζει ο ιουδαίος φιλόσοφος Φίλων ο Αλεξανδρεύς (25 π.Χ-50 μ.Χ.) στο έργο του Πρεσβεία προς Γάιον (§ 282).

Αυτήν ακριβώς την περίοδο αρχίζει και η ιστορία του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Οι απαρχές τοποθετούνται επισήμως το 45 μ.Χ., με την άφιξη στο νησί των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα (συνοδευόμενων από τον νεαρό τότε Μάρκο, ανιψιό του Βαρνάβα) στο πλαίσιο της πρώτης αποστολικής τους περιοδείας. Βέβαια, όπως είναι γνωστό από τις Πράξεις των Αποστόλων, το μήνυμα του Ιησού Χριστού είχε αρχίσει ήδη να φτάνει μερικά χρόνια νωρίτερα από τους Χριστιανούς που εγκατέλειψαν εσπευσμένα την Ιερουσαλήμ μετά από τον διωγμό που ακολούθησε τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στέφανου το 37 μ.Χ., καταφεύγοντας μεταξύ άλλων και στην Κύπρο (Πράξεις, 11:19).

 

Το γεγονός και μόνο ότι οι δύο Απόστολοι επέλεξαν να συμπεριλάβουν την Κύπρο στην πρώτη περιοδεία τους δεν είναι καθόλου τυχαίο· η γειτνίαση με την Αντιόχεια και την Κιλικία δεν μπορεί να αποτελούσε τον βασικό λόγο της επιλογής τους αυτής, όπως πιστεύουν πολλοί μελετητές. Όπως δηλώνεται ξεκάθαρα στις Πράξεις των Αποστόλων, η χριστιανική διδασκαλία αρχικά απευθυνόταν στους Ιουδαίους και μόνο (11:19), που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Κύπρο υπήρχαν προφανώς πολλοί. Μάλιστα, το πρώτο κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, μόλις έφτασαν στην Σαλαμίνα από τη Σελεύκεια το 45, έγινε στις «ιουδαϊκές συναγωγές» (Πράξεις, 13:5). Και, βεβαίως, είναι γνωστό ότι στην ίδια πόλη γεννήθηκε ο Απόστολος Βαρνάβας, φέροντας αρχικά το όνομα Ιωσής ή Ιωσήφ (4:36)· εκεί θανατώθηκε το 61 από τον ιουδαϊκό όχλο (Acta Barnabae, 23).

 

 

Ο πληθυντικός «συναγωγές» που χρησιμοποιείται στις Πράξεις των Αποστόλων –επομένως πρόκειται για τουλάχιστον δύο– είναι ενδεικτικός του μεγέθους της κοινότητας των Ιουδαίων στη Σαλαμίνα, ήδη από την εποχή της πρώτης αποστολικής περιοδείας. Θεωρούμε βέβαιο ότι η κοινότητα ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά από τον πρώτο ρωμαιο-ιουδαϊκό πόλεμο (68-74) και την πτώση της Ιερουσαλήμ το 70, όταν πολλοί Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη μητρόπολη, πήραν και πάλι το δρόμο της διασποράς. Έτσι εξηγείται προφανώς και η ανεύρεση στην Κύπρο κάποιων ιουδαϊκών νομισμάτων της εποχής του πολέμου. Εφόσον δεν έχουμε καμιά αναφορά περί συμμετοχής των Ιουδαίων της Κύπρου στον πόλεμο αυτό, εικάζουμε ότι τα νομίσματα έφθασαν στο νησί από Ιουδαίους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Κύπρο μετά από τη μεγάλη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού. 

 

 

Ξαναγυρίζοντας στην πρώτη περιοδεία Παύλου και Βαρνάβα, μαθαίνουμε ότι, αφού πέρασαν μερικές εβδομάδες στη Σαλαμίνα, οι δύο απόστολοι προχώρησαν προς την πρωτεύουσα του νησιού, την Πάφο, η οποία επίσης θα πρέπει να φιλοξενούσε σημαντική κοινότητα Ιουδαίων. Εκεί κατάφεραν να προσηλυτίσουν στον Χριστιανισμό τον ρωμαίο ανθύπατο Σέργιο Παύλο (46-48), αφού προηγουμένως ο Παύλος τύφλωσε προσωρινά τον Ελυμά, έναν ιουδαίο μάγο στην αυλή του κυβερνήτη, ο οποίος προσπάθησε να τους εμποδίσει (Πράξεις, 13:6-11). Προτού συναντήσει όμως τον ανθύπατο, ο Παύλος μαστιγώθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από τους Ιουδαίους της πόλης, λαμβάνοντας «σαράντα παρά ένα» κτυπήματα. Στον χώρο της Παναγία της Χρυσοπολίτισσας στην Κάτω Πάφο ορθώνεται ακόμη η μαρμάρινη στήλη στην οποία, σύμφωνα με την πιο πάνω παράδοση, ο Παύλος δέθηκε για να δεχθεί τη δημόσια τιμωρία.

 

 

Εσωτερική οργάνωση – δικαιώματα

Λόγω της επίσημης αναγνώρισης της ιουδαϊκής θρησκείας από τους Πτολεμαίους και ακολούθως από τον Ιούλιο Καίσαρα, οι Ιουδαίοι της διασποράς, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, ζούσαν οργανωμένοι σε κοινότητες, έτσι ώστε να μπορούν απρόσκοπτα να ακολουθούν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής που απαιτούσε η θρησκεία τους (τήρηση των ιουδαϊκών θρησκευτικών εορτών και του Σαββάτου, διατροφικές συνήθειες, κτλ.). Οι σχετικές πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν ότι όλες οι ιουδαϊκές κοινότητες των ελληνικών και ρωμαϊκών πόλεων απολάμβαναν σημαντική αυτονομία στη διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων, λειτουργώντας λίγο πολύ ως ξεχωριστές «πόλεις» εντός των πόλεων.

 

Όπως γνωρίζουμε από την περίπτωση της ιουδαϊκής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, της κοινότητας από την οποία προέρχονται οι περισσότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε, η πολιτική οργάνωση των Ιουδαίων, τόσο κατά την Πτολεμαϊκη όσο και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, βασιζόταν στους «πάτριους νόμους» (Φίλων, Εις Φλάκκον, 53 και Πρεσβεία προς Γάιον, 371) και στη «συμμετοχή στα πολιτικά δίκαια» (Εις Φλάκκον 53). Από το πλαίσιο αυτό οι Ιουδαίοι της διασποράς αντλούσαν τα  δικαιώματά τους ως εθνικές οντότητες οργανωμένες σε αποικίες (Εις Φλάκκον 46), κατοχυρώνοντας τη νομική και οικονομική αυτοδυναμία των ιουδαϊκών κοινοτήτων. Η νομική αυτοδυναμία επιβεβαιώνεται επαρκώς από πλήθος αναφορών σε αυτόνομα ιουδαϊκά δικαστήρια στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια, στα οποία εκδικάζονταν υποθέσεις θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου. Η οικονομική αυτοδυναμία εξασφάλιζε στις ιουδαϊκές κοινότητες το δικαίωμα να εισπράττουν και να αποστέλλουν στην Ιερουσαλήμ τον ετήσιο φόρο του Ναού, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη ως «δίδραχμα» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 17). Η καταβολή του φόρου των διδράχμων αποτελούσε μείζον θρησκευτικό καθήκον για τους απανταχού Ιουδαίους.

Η ύπαρξη Ιουδαίων αξιωματούχων, συνήθως μελών της συναγωγής (αρχισυνάγωγοι, άρχοντες, πρεσβύτεροι), μαρτυρείται επιγραφικά και στην Κύπρο, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Η ιουδαϊκή εξέγερση στην Κύπρο στα χρόνια του Τραϊανού (115-117)

Η ιουδαϊκή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων στην Κύπρο προκλήθηκε από τον μεγάλο ξεσηκωμό των Ιουδαίων στην Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή το 115, όταν ο αυτοκράτωρ Τραϊανός με τις λεγεώνες του βρίσκονταν σε εκστρατεία εναντίον της παρθικής αυτοκρατορίας στη Μεσοποταμία.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την εξέγερση στην Κύπρο είναι, δυστυχώς, περιορισμένες. Ενώ οι μαρτυρίες από τα άλλα δύο κέντρα, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή, είναι εξαιρετικά πλούσιες, επιτρέποντας την πλήρη σχεδόν αποκατάσταση των γεγονότων, για την Κύπρο είμαστε υποχρεωμένοι να αρκεστούμε στις επιγραμματικές αναφορές που βρίσκουμε στον Δίωνα Κάσσιο και στο Χρονικόν του Ευσεβίου, ενώ έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι, παρόλο που στο 4ο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου γίνεται εκτενής αναφορά στην εξέγερση στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, και μάλιστα αναφέρεται η ανησυχία του Τραϊανού για πιθανό ξέσπασμα και στη Μεσοποταμία, δεν υπάρχει ούτε λέξη για την εξέγερση στην Κύπρο.

Δεν είμαστε, επομένως, σε θέση να γνωρίζουμε ούτε τα ακριβή αίτια ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Όπως στην Αίγυπτο και στην Κυρηναϊκή, έτσι και στην Κύπρο η οργή των Ιουδαίων πιθανώς να στόχευε τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, δηλαδή τους ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Ιερώνυμος (4ος αι.) εντοπίζει τα κίνητρα της οργής αυτής στον θρησκευτικό ανταγωνισμό, παρόλο που, σε αντίθεση με τα άλλα δύο κέντρα της εξέγερσης, οι προγενέστερες πηγές δεν κάνουν λόγο για οποιαδήποτε ένταση μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών (μη Ιουδαίων) στην Κύπρο.

Η επιγραμματική αναφορά του Δίωνα Κάσσιου στην Κύπρο καταγράφεται στο 68ο βιβλίο της Ρωμαϊκής Ιστορίας του και ακολουθεί τη δραματική περιγραφή της ιουδαϊκής θηριωδίας στην Κυρηναϊκή, όπου, σύμφωνα με τον Δίωνα, οι Ιουδαίοι «έτρωγαν τις σάρκες των θυμάτων τους, έφτιαχναν ζώνες από τα έντερα τους και ντύνονταν με τα δέρματά τους» (και, βέβαια, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί το έντονο αντι-ιουδαϊκό αίσθημα που χαρακτηρίζει τη μαρτυρία αυτή). Σχετικά με την Κύπρο, ο Δίων αρκείται απλά να δηλώσει ότι και εδώ «πολλά έδρασαν όμοια» (68, 32, 2), χωρίς καμιά περαιτέρω επεξήγηση. Αναφέρει, επίσης, ότι επικεφαλής των Ιουδαίων ήταν κάποιος Αρτεμίων και ότι τα θύματα ανήλθαν στις 240,000.

 

 

Πρόκειται φυσικά για έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν αδύνατο να πρόκειται για τον πληθυσμό της Σαλαμίνας, όπως αφήνει να νοηθεί ο ιστορικός μας. O George Hill, στον πρώτο τόμο του κλασικού έργου του History of Cyprus (1948, 242), υπολογίζει χονδρικά τον συνολικό πληθυσμό της Σαλαμίνας εκείνη την εποχή να ανέρχεται γύρω στις 120,000. Επομένως, ο αριθμός των 240,000 νεκρών ενδεχομένως να αφορά τα θύματα ολόκληρης της Κύπρου, ή ακόμα να συμπεριλαμβάνει και τα θύματα της Αιγύπτου. Σε κάθε περίπτωση, ο υπερβολικός ισχυρισμός του Δίωνα Κάσσιου είναι χαρακτηριστικός του μεγέθους της καταστροφής.

Ακολούθησε η καταστολή της εξέγερσης, η οποία θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα βίαιη. Μάλιστα, σύμφωνα με έναν ιουδαϊκό θρύλο που σώζεται στο Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, «το αίμα των Ιουδαίων χρωμάτισε τη θάλασσα από την Ιουδαία μέχρι την Κύπρο» (Soukah, V. 1, 55b).

Σύμφωνα με επιτύμβια επιγραφή από τη Βηρυτό (ILS III, no. 9491), αφιερωμένη στη μνήμη του ρωμαίου στρατηγού Γάιου Βαλέριου Ρούφου, απόσπασμα από την έβδομη λεγεώνα εστάλη από την Παρθία για να καταπνίξει την εξέγερση στην Κύπρο. Αυτή η επιγραφή αποτελεί και τη μόνη άμεση μαρτυρία που διαθέτουμε για την ιουδαϊκή εξέγερση στην Κύπρο, καθώς και τη μοναδική αναφορά σε στρατιωτική δραστηριότητα στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων. Αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε κοντά στη Σαλαμίνα και αναφέρεται σε στρατιωτική μονάδα των Ρωμαίων, η βάση της οποίας βρισκόταν στην Παννονία, πιθανώς να υποδηλώνει τη συμμετοχή της μονάδας αυτής στην καταστολή (CIL III, no. 215). Υποθέτουμε ότι οι επιχειρήσεις καταστολής έλαβαν χώρα την ίδια περίπου εποχή που ο Κόιντος Μάρκιος Τούρμπο κατέπνιξε την επανάσταση στην Αίγυπτο, την άνοιξη του 117. Ωστόσο, σε αντίθεση με την Αίγυπτο (όπου μάχες μαρτυρούνται μέχρι και τους πρώτους μήνες της βασιλείας του Αδριανού), η ειρήνη στην Κύπρο φαίνεται να είχε αποκατασταθεί πλήρως πριν από τον θάνατο του Τραϊανού, τον Αύγουστο του 117. Την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε, σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, η έκδοση ρωμαϊκού διατάγματος που απαγόρευε δια θανάτου την είσοδο των Ιουδαίων στο νησί, ακόμα κι αν επρόκειτο για ναυαγούς (68, 32, 3).

 

Η καταστροφή και ανοικοδόμηση της Σαλαμίνας

Το τέλος της ιουδαϊκής εξέγερσης, κέντρο της οποίας ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, η Σαλαμίνα (η οποία συγκέντρωνε και τον μεγαλύτερο ιουδαϊκό πληθυσμό), βρήκε την πόλη τελείως κατεστραμμένη. Δεν διαθέτουμε αρχαιολογικές μαρτυρίες που να παραπέμπουν άμεσα στην εξέγερση των Ιουδαίων, αν και κάποια από τα ευρήματα θα μπορούσαν ίσως σχετίζονται με την εξέγερση. Για παράδειγμα, έχουν βρεθεί αγάλματα θεοτήτων με κατεστραμμένο το πρόσωπο ή ολόκληρο το κεφάλι· έχει διατυπωθεί η λογική υπόθεση ότι οι καταστροφές αυτές έγιναν από Ιουδαίους στη διάρκεια της εξέγερσης (Karageorghis, 1961, nos. 48 και 65). Επίσης, έχουμε στη διάθεσή μας τρία μαρμάρινα θραύσματα του 116-117 που βρέθηκαν το 1954 στη διάρκεια των ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων στη Σαλαμίνα, και τα οποία μαρτυρούν την επιδιόρθωση της οροφής του λουτρού στο Γυμνάσιο της πόλης από τον Τραϊανό το 117. Οι εκδότες, Terence Mitford και Ινώ Νικολάου, υποθέτουν ότι η κατάρρευση της στέγης ίσως να συνέβηκε πριν από την εξέγερση, ενδεχομένως κατά τον μεγάλο σεισμό του 77. Αν ο Τραϊανός πέρασε από την Κύπρο τον Δεκέμβριο του 113 πηγαίνοντας προς την Αντιόχεια –γεγονός μη τεκμηριωμένο, αλλά πιθανό–, πιθανώς να επισκέφθηκε τη Σαλαμίνα, να είδε τη καταστροφή της στέγης και να εξουσιοδότησε την επιδιόρθωση της. Μεσολάβησε όμως η εξέγερση των Ιουδαίων, έτσι η επιδιόρθωση του έργου ανεστάλη μέχρι την καταστολή της, το 117 (Mitford & Nicolaou, 1974, 28). Θεωρούμε, όμως, λιγότερο πιθανό να παρέμεινε κατεστραμμένη η οροφή του λουτρού για σαράντα ολόκληρα χρόνια, από το 77 μέχρι το 117. Μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η πιθανότητα η εν λόγω οροφή να είχε καταρρεύσει κατά την εξέγερση. Ωστόσο, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων, είναι πολύ δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα τι πραγματικά συνέβηκε.

 

Αν οι ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων που άρχισαν το 1952 δεν είχαν τόσο απρόσμενα διακοπεί το 1974, πιθανώς να αποκάλυπταν τα απαραίτητα στοιχεία που θα επέτρεπαν την πλήρη αποκατάσταση των γεγονότων. Βέβαια, όπως πληροφορούμαστε από τα κατά καιρούς δημοσιεύματα, νέες, μεγάλης κλίμακας ανασκαφές σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου της Σαλαμίνας έχουν διεξαχθεί παράνομα από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, σε συνεργασία με το ούτως καλούμενο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ανασκαφές αυτές, που άρχισαν το 1998, έφεραν στο φως αρκετά σημαντικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων και ένα μακρύ δρόμο με κιονοστοιχίες, που φαίνεται να ενώνει την βόρεια πόλη με τη νότια και ο οποίος ανακαλύφθηκε κατά την περίοδο 2002-2004. Τα στρώματα δαπέδου μαρτυρούν δύο διαφορετικές φάσεις κατασκευής: η πρώτη χρονολογείται, σύμφωνα με τους τούρκους αρχαιολόγους, μεταξύ 1ου και 2ου αιώνα. Επιπλέον, έχουν αποκαλυφθεί πλήρως τα ρωμαϊκά λουτρά της πόλης, τα οποία, αν και δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια, φαίνεται να ανήκουν στην εποχή του Τραϊανού και του Αδριανού, δηλαδή αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Στην περιοχή των λουτρών έχουν ανευρεθεί, επίσης, τρία αγάλματα του 2ου αιώνα, το ύψος των οποίων ξεπερνά τα δύο μέτρα: το ένα παριστάνει έναν ρωμαίο αυτοκράτορα και τα άλλα δυο τον Άδη και την Περσεφόνη. Στις τουρκικές δημοσιεύσεις γίνεται λόγος ακόμα για επιγραφές, αλλά δεν γνωρίζουμε ούτε πότε χρονολογούνται ούτε το περιεχόμενό τους. 

Αναμφισβήτητα, πρόκειται για εξαιρετικής σημασίας ευρήματα. Στην περίπτωσή μας, όμως, συμβαίνει η επιστήμη της Αρχαιολογίας να μην έχει λάβει υπόψη της την Ιστορία, δηλαδή το ιστοριογραφικό πλαίσιο των ευρημάτων, οδηγώντας τους μελετητές σε σύγχυση, αντί να διαφωτίσει. Οι τούρκοι αρχαιολόγοι δεν κάνουν κανέναν απολύτως λόγο για την ιουδαϊκή εξέγερση του 115-117 και αποδίδουν την εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα, που πράγματι μαρτυρείται αυτή την περίοδο στη Σαλαμίνα, στην προσπάθεια του αυτοκράτορα Τραϊανού, και ακολούθως του Αδριανού, να ανοικοδομήσουν την πόλη μετά από τον φοβερό σεισμό του 76-77 και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού της Σαλαμίνας κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 2ου αιώνα. Αλλά πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε την υπόθεση περί αύξησης του πληθυσμού, γνωρίζοντας ότι χιλιάδες άνθρωποι –αν όχι 240.000, όπως μαρτυρεί ο Δίων Κάσσιος, οπωσδήποτε όμως πολλές χιλιάδες– σκοτώθηκαν στη διάρκεια της εξέγερσης των Ιουδαίων και της καταστολής που ακολούθησε; To αντίθετο θα ήταν πολύ πιο λογικό, ειδικά μάλιστα αν λάβουμε υπόψη τις μαρτυρίες που προέρχονται από τις άλλες δύο εστίες της εξέγερσης, την Αίγυπτο και την Κυρήνη. Ο θεολόγος και ιστορικός του 4ου αιώνα μ.Χ. Ορόσιος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη λατινική λέξη desolata (= έρημη) για να περιγράψει την Κυρήνη μετά από το τέλος της εξέγερσης και ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι «τόσο ερημώθηκε από του Ιουδαίους» που ο Αδριανός αναγκάστηκε να ιδρύσει αποικίες για να αποκαταστήσει τον πληθυσμό της πόλης. Έστω και αν αναγνωρίσουμε το στοιχείο της υπερβολής ή ακόμα και της αντι-ιουδαϊκής προπαγάνδας στις μαρτυρίες αυτές, παραμένει γεγονός ότι η εξέγερση επηρέασε σημαντικά τη δημογραφία των περιοχών που έπληξε, μη εξαιρουμένης της Σαλαμίνας.

Με βάση τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα ευρήματα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η Σαλαμίνα ανοικοδομήθηκε εκτενώς στα χρόνια του Αδριανού και κυρίως κατά την περίοδο 117-123. Από την περίοδο αυτή διαθέτουμε σειρά επιγραφών που μνημονεύουν τον αυτοκράτορα Αδριανό ως «πατέρα και ευεργέτη της πόλεως και σωτήρα του κόσμου». Επιγραφές της εποχής του Αδριανού με την κοινή αυτή φόρμουλα συναντάμε σε διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, και κυρίως στην Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο, οι οποίες επίσης ανοικοδομήθηκαν εκτενώς κατά τη δεύτερη δεκαετία του 2ου αιώνα. Το γεγονός αυτό ενισχύει την άποψη ότι εργασίες ανοικοδόμησης σχετίζονται άμεσα με την αποκατάσταση που ακολούθησε την καταστολή της ιουδαϊκής εξέγερσης (Polyviou, 2018).

 

Οι επιγραφικές μαρτυρίες από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο

Προχωρούμε στις επιγραφικές μαρτυρίες που διαθέτουμε, όλες στα ελληνικά και χρονολογημένες μεταξύ 3ου και 6ου αιώνα μ.Χ. Αν και οι επιγραφές αυτές δεν παρέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να αποκαταστήσουμε πλήρως την εικόνα της εγκατάστασης και ζωής των Ιουδαίων στην Κύπρο, αποτελούν τεκμήριο της πολιτικά οργανωμένης ιουδαϊκής παρουσίας στο νησί μέχρι και το τέλος της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου (Polyviou, 2013, 72-79). Είναι προφανές ότι, όπως και στα υπόλοιπα κέντρα της ιουδαϊκής διασποράς στην ανατολική Μεσόγειο, οι Ιουδαίοι της Κύπρου ήταν πλήρως εξελληνισμένοι, διατηρώντας όμως στενές σχέσεις με την μητρόπολη, την Ιερουσαλήμ, σημείο αναφοράς των απανταχού Ιουδαίων μέχρι και την οριστική καταστροφή της πόλης από τον αυτοκράτορα Αδριανό το 135.

 

Ιουδαϊκές επιγραφές έχουν ανευρεθεί στη Σαλαμίνα, στους Γόλγους, στη Λάπηθο, στον Καραβά και στη Μόρφου (IJO III, Cyp 6-8, 223-226 και App 23, 244-245).

(α) Σαλαμίνα

Αν και η Σαλαμίνα επί Ρωμαίων δεν ήταν πλέον η πρωτεύουσα της Κύπρου, αφού οι Ρωμαίοι προτίμησαν την Πάφο, εξακολουθούσε να είναι μια πλούσια και κοσμοπολίτικη πόλη, κυρίως χάρη στο λιμάνι της, απ’ όπου εξάγονταν χαλκός, ξυλεία, σιτάρι και διάφορα άλλα προϊόντα. Ο πληθυσμός της περιλάμβανε –εκτός από τους Έλληνες, οι οποίοι αποτελούσαν το σώμα των πολιτών– αρκετούς Ρωμαίους (οι περισσότεροι εκ των οποίων έμποροι) και ένα σημαντικό αριθμό ανατολιτών, των οποίων η πλειοψηφία ήταν Ιουδαίοι. Από το σύνολο των μαρτυριών που διαθέτουμε γίνεται φανερό ότι οι Ιουδαίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη αρκετά νωρίς, δημιουργώντας μέχρι τις αρχές των ρωμαϊκών χρόνων μια μεγάλη και ισχυρή κοινότητα, η οποία πιθανώς να αποτελούσε και το κέντρο της ιουδαϊκής διασποράς στην Κύπρο.

Δυστυχώς, οι συναγωγές για τις οποίες γίνεται λόγος στις Πράξεις των Αποστόλων, και οι οποίες θα μας παρείχαν υλικό που θα επέτρεπε να μελετήσουμε ενδελεχώς την ιουδαϊκή κοινότητα, δεν έχουν ακόμα ανευρεθεί. Προς το παρόν, διαθέτουμε δύο μόνο επιγραφές. Η μια τοποθετείται χρονολογικά στον 2ο ή 3ο αιώνα και η ιουδαϊκή της προέλευση δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη, αν και θεωρείται αρκετά πιθανή. Η δεύτερη επιγραφή είναι επιβεβαιωμένα ιουδαϊκή και τοποθετείται στον 3ο ή 4ο αιώνα.

Ας αρχίσουμε από την επιβεβαιωμένα ιουδαϊκή. Πρόκειται για μαρμάρινη επιγραφή με διαστάσεις 20,7 x 34,5 x 11 cm, της οποίας το πάνω μέρος είναι κατεστραμμένο και το κείμενο που διασώζει δεν ξεπερνά τις τρεις γραμμές:

…………………              1

………………… 

πέντ’ Ἀρχί(α)

υἱοῦ Ἀνανία

δὶς ἄρχοντ(ος).              5

Ο πρώτος εκδότης, Terence Mitford, ο οποίος ήταν και ο μόνος που είδε την επιγραφή το 1936, επιχείρησε να αποκαταστήσει το κατεστραμμένο πάνω μέρος, προτείνοντας μια ανάγνωση που, αν ισχύει, το κείμενο θα αναφέρεται μάλλον στην ανέγερση ή ανοικοδόμηση πέντε κιόνων (γραμμή 3), οι οποίοι στήριζαν την πρόσοψη της συναγωγής, την εποχή που άρχοντας ήταν για δεύτερη φορά κάποιος Αρχίας, γιος του Ανανία (Mitford, 1950, 110-113). Σύμφωνα λοιπόν με τον Mitford, το κείμενο θα είχε ως εξής:

[[Ἀνενέωσαν]]              1

[[τούτους τοὺς]]

πέντ’ Ἀρχί(α)

υἱοῦ Ἀνανία

δὶς ἄρχοντ(ος).              5

Επομένως, το όνομα του αξιωματούχου (Αρχίας) χρησιμοποιείται απλώς και μόνο για τη χρονολόγηση του έργου και όχι για να δηλώσει την εμπλοκή του στην ανοικοδόμηση, όπως θα αναμέναμε κρίνοντας από άλλες παρόμοιες επιγραφές που ανεβρέθηκαν στον χώρο εξάπλωσης της διασποράς.

 

Όπως έχουμε ήδη πει, το πάνω μέρος της επιγραφής είναι τελείως κατεστραμμένο και επομένως είναι αδύνατο να αποκαταστήσουμε το κείμενο με απόλυτη βεβαιότητα. Πράγματι, αρκετοί σύγχρονοι μελετητές τείνουν να διαφωνήσουν με την πρόταση του Mitford, προάγοντας μια διαφορετική ανάγνωση της τρίτης γραμμής:

………………………………….                 1

………………………………….                

πεντ(άκις) ἀρχι(συναγώγου)

υἱοῦ Ἀνανία

δὶς ἄρχοντ(ος).                                           5

Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση γίνεται λόγος για «αρχισυνάγωγο» (Lifshitz, 1967, no. 85). Οι δύο γραμμές πάνω από το μέρος που διασώζεται πιθανόν να ανέφεραν το όνομα του ανθρώπου που χρημάτισε «πέντε φορές αρχισυνάγωγος» και την ευεργεσία του. Ο τίτλος «αρχισυνάγωγος» –σχετικός με τη διεύθυνση της συναγωγής– και το όνομα «Ανανίας», συνοδευόμενο από τον τίτλο «άρχων» –όρος εξαιρετικά συχνός στην επιγραφική της διασποράς–, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την προέλευση της επιγραφής: επιβεβαιώνουν την παρουσία συναγωγής και επομένως μιας οργανωμένης ιουδαϊκής κοινότητας στην πόλη.

 

Λιγότερο βέβαιη είναι η δεύτερη επιγραφή που διαθέτουμε από τη Σαλαμίνα. Πρόκειται για ένα θραύσμα του 2ου ή 3ου αιώνα, το οποίο διασώζει ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που αφορά έναν εθνικό σύνδεσμο (Mitford & Nicolaou, 1974,  no. 91).

ΟΝΟ [- - - - - - - - - εἰκό]-                                  1

τως καὶ - - φ[ιλοτείμως φυλάττειν τοὺς]

τοῦ κυρίου ἡμ[ῶν Αὐτοκράτορος]

νόμους ἡγεμ[ονικοὺς δι ῶν]

στατιώνας δη[μιουργῶν τοῦ ἔ]-                   5

θνους ν΄ ἀπ[αγορεύει].

Η Κύπρος δεν ήταν στρατιωτική επαρχία, επομένως οι stationes (στατιώνας)  που αναφέρονται στη γραμμή 5 δεν μπορεί να είναι στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Πρόκειται μάλλον για κάποια επαγγελματική ένωση, εξού και η λέξη (δη[μιουργῶν]), στην ίδια γραμμή, όπως π.χ. το «στατιώνας κηπουρών» που έχουμε σε επιγραφή από τη Μίλητο. Η λέξη «έθνος» στις γραμμές 5-6, δηλώνει με βεβαιότητα ότι το εν λόγω διάταγμα δεν αφορά το σώμα των πολιτών (δηλαδή τους Έλληνες), αλλά ξένους μόνιμους κατοίκους της Σαλαμίνας, οι οποίοι πολύ πιθανόν να ήταν Ιουδαίοι.

 

(β) Γόλγοι

Από το χωριό (σημερινή Αθηαίνου) αυτό προέρχεται μια πολύ σημαντική επιγραφή από τα τέλη της ρωμαϊκής περιόδου, που εκδόθηκε και σχολιάστηκε για πρώτη φορά από τον ακαδημαϊκό Σίμο Μενάρδο το 1910. Πρόκειται για μια επιγραφή αρκετά μεγάλων διαστάσεων (ύψος 162 cm και διάμετρος 39-46 cm), η οποία μαρτυρά την ανακαίνιση της «Εβραικής» από κάποιον Ιωσή, ο οποίος φέρει τον τίτλο του πρεσβύτερου, και από τον γιο του τον Συνέσιο.

Ἰωσὴς πρεσβ(ύτερος μετὰ τοῦ)     1

υἱοῦ Συνεσίου

ἀνενέωσαν

τὸ πὰν ἔργον

τῆς Εβραϊκῆς.                                     5

Πολύ συχνά στην ιουδαϊκή επιγραφική συναντάμε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα ή περισσότερα πλούσια μέλη της κοινότητας αναλαμβάνουν τα έξοδα ανοικοδόμησης ή ανακαίνισης ενός κτηρίου της κοινότητας. Αυτή είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η περίπτωση της επιγραφής των Γόλγων. Η «Εβραϊκή», για την οποία γίνεται λόγος, είναι η συναγωγή, και μάλιστα αυτή είναι η πρώτη φορά στην ιουδαϊκή επιγραφική που χρησιμοποιείται ο όρος με τη συγκεκριμένη σημασία. Έχουμε λοιπόν βέβαιη ένδειξη, όχι μόνο της ύπαρξης συναγωγής στους Γόλγους μετά τον 4ο αιώνα, αλλά και της ανακαίνιση υπάρχοντος κτηρίου, πράγμα που δηλώνει την πολύχρονη παρουσία οργανωμένης ιουδαϊκής κοινότητας.

 

(γ) Λάπηθος

Η Λάπηθος ήταν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο μια από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες της Κύπρου, μαζί με τη Σαλαμίνα, την Πάφο και την Αμαθούντα. Αποτελούσε κέντρο επεξεργασίας του χαλκού και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. μαρτυρείται ως εμπορικό κέντρο χάρη στο λιμάνι και το ναυπηγείο της. Η πόλη είχε συμπεριληφθεί στην αποστολή του Παύλου και Βαρνάβα το 45, ενώ κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Βαρνάβα στην Κύπρο μαζί τον Μάρκο, οι ντόπιοι τους αρνήθηκαν την είσοδο στην πόλη και τους ανάγκασαν να παραμείνουν εκτός των τειχών.

Από τη Λάπηθο προέρχεται επιγραφή σε μαρμάρινο κίονα με κορινθιακό κιονόκρανο του 3ου ή 4ου αιώνα, ύψους 29 cm και με διαμέτρο 12 cm. Μαρτυρείται η παρουσία ραββίνου:

Εὐχή

Ῥαββὶ

Ἀττι-

κοῦ

Εδώ έχουμε ένα εξαιρετικά σπάνιο κείμενο σε όλη τη διασπορά, με αναφορά στον όρο «ραββί». Με μοναδική εξαίρεση την ακαδημία που ίδρυσε ο ραββί R. Matiah b. Heresh στη Ρώμη στις αρχές του 2ου αιώνα, δεν έχουμε καμία απολύτως ένδειξη για ύπαρξη ραββινικών ιδρυμάτων ή παρουσία ραββίνου εκτός Παλαιστίνης και Βαβυλωνίας. Οι όποιες αναφορές, λοιπόν, σε ραββίνους της διασποράς παραπέμπουν πιθανότατα σε θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι καμία σχέση δεν είχαν με τις ραββινικές ακαδημίες της εποχής τους. Η παρουσία, επομένως, ραββίνου στη Λάπηθο –όποιες κι αν ήταν οι εξουσίες του– προϋποθέτει την ύπαρξη συναγωγής και επομένως την ύπαρξη οργανωμένης και επίσημα αναγνωρισμένης ιουδαϊκής κοινότητας.

 

(δ) Καραβάς

Παραμένοντας στην περιοχή της Λαπήθου, ένα ακόμα στοιχείο προέρχεται από τον γειτονικό Καραβά. Μια επιγραφή που πιθανόν να είναι ιουδαϊκή: πρόκειται για την επιτύμβια πλάκα του «Εντολίου και του Εγκαιρίου», η οποία βρέθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου και χρονολογείται στον 6ο αιώνα.

θ(εὸς) β(οήθει) Ἐντόλιος                         1

πρεσβύτερος καὶ

Ἐνκαίριος υἱὸς Ἰσα- 

ὰκ ἐπίκλην Σινδούρου

τοῦ μακαριοτάτου·                                   5

τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν

σοῖ προσφέρω-

μεν·μη(νὸς) ε΄, ἰνδ(ικτίωνος) ε΄

Κ(ύρι)ε σώσων,

Ἀμήν.                                                           10

O Mitford, που πρώτος εξέδωσε την επιγραφή, τη θεώρησε χριστιανική (1950, 141-143). Ωστόσο, οι αμφιβολίες που έχουν εκφραστεί από μεταγενέστερους μελετητές, φαίνονται λογικές. Καταρχάς, η συντομογραφία ΘΒ στην πρώτη γραμμή δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη στην ιουδαϊκή επιγραφική. Αντιθέτως, απαντάται πολύ συχνά σε επιγραφές από την πόλη Ασκαλών (σημερινό Ασκελόν) στο Ισραήλ και από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σε ιουδαϊκή επιγραφή από το Ασκελόν έχουμε επίσης τη φόρμουλα εὐχαριστοῦντες προσφέρωμεν. Το όνομα Εντόλιος (<εντολή), που παραπέμπει στη Βίβλο, ενισχύει την υπόθεση ότι πρόκειται για ιουδαϊκή επιγραφή. Το όνομα αυτό απαντάται σε ιουδαϊκές επιγραφές από την Αλεξάνδρεια και την Καισάρεια (Lifshitz, 1967, no. 84). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η επιτύμβια πλάκα να ανήκει σε κάποιον εκχριστιανισμένο Ιουδαίο της Κύπρου· εξού και οι προφανείς ιουδαϊκές επιρροές. Η παρουσία Ιουδαίων στον Καραβά, ακόμα και αν δεν επιβεβαιώνεται με σαφήνεια, είναι πολύ πιθανή.

 

(ε) Μόρφου

Από τη Μόρφου έχουμε ιουδαϊκή σφραγίδα με διάμετρο 12,3 cm και πάχος 2,2 cm, που ανεβρέθηκε το 1949 και χρονολογείται στον 3ο ή 4ο αιώνα.

Λόγω μεγέθους, οι μελετητές πιστεύουν ότι η σφραγίδα χρησιμοποιείτο μάλλον για το σφράγισμα άρτων. Στη μια όψη παρουσιάζεται το κίτρον (etrog), μια επτάλυχνος (menorah) και φύλλο φοίνικα, σύμβολα συνδεδεμένα στην ιουδαϊκή παράδοση με τη Σκηνοπηγία ή την Εορτή της Συγκομιδής (Sukkot). Στην άλλη όψη έχουμε κείμενο γραμμένο από τα δεξιά προς τα αριστερά:

δέχομαι

                                                καλὰς

ἐλπίδας

(φύλλο φοίνικα)

 

Το κείμενο εκφράζει μια αισιόδοξη στάση ζωής που δεν έχει ανάλογο στη ραββινική παράδοση και το οποίο μάλλον υποδεικνύει μια ελληνική επίδραση.

 

(στ) Άλλες επιγραφικές μαρτυρίες

 

Πέραν από τις παραπάνω επιγραφές, διαθέτουμε κάποιες ακόμα επιγραφικές μαρτυρίες που αρχικά θεωρήθηκαν ιουδαϊκές, αλλά οι σύγχρονοι μελετητές αμφισβητούν την προέλευσή τους. Μεταξύ αυτών, ένας αρκετά σημαντικός αριθμός επιγραφών με αφιέρωση στον «Ύψιστο Θεό» που χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα. Τέτοιες έχουν βρεθεί και σε άλλα μέρη της ιουδαϊκής Διασποράς· αν και δεν είναι –τουλάχιστον στο σύνολό τους– ιουδαϊκές, μαρτυρούν σίγουρα ιουδαϊκή επίδραση.

 

Το διάταγμα του Τραϊανού το 117 μ.Χ.

Όπως είδαμε, όλες οι επιγραφικές μαρτυρίες που διαθέτουμε από τη Ρωμαϊκή περίοδο χρονολογούνται μετά από τον 2ο αιώνα μ.Χ., κάτι που επαναφέρει στη συζήτηση το περίφημο διάταγμα που διασώζει ο Δίων Κάσσιος, σύμφωνα με το οποίο, μετά την ιουδαϊκή εξέγερση στα χρόνια του Τραϊανού και την καταστροφή της Σαλαμίνας, απαγορεύτηκε στους Ιουδαίους η είσοδος στην Κύπρο με ποινή θανάτου, ακόμα και αν επρόκειτο για ναυαγούς που τους παρέσυρε εκεί ο άνεμος (68, 32, 3):

οὐδενὶ Ἰουδαίῳ ἐπιβῆναι αὐτῆς ἔξεστιν, ἀλλὰ κἂν ἀνέμῳ τις βιασθείς ἐς τὴν νήσον ἐκπέσῃ θανοῦται.    

Είναι γι’ αυτό τον λόγο, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, που η ιουδαϊκή παρουσία στην Κύπρο από τα χρόνια του Αδριανού και έπειτα είναι τόσο ισχνή. Το ίδιο υποστηρίζει μάλιστα και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1735/45-1802/05), ο οποίος στην Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου που εκδίδει στη Βενετία το 1788, σχολιάζοντας το εν λόγω χωρίο του Δίωνα, γράφει χαρακτηριστικά: «Ιδού λοιπόν η αιτία, δια την οποίαν εις τους πέριξ της νήσου τόπους κατοικούσιν Εβραίοι, καί εις τας άλλας νήσους, εις δε την Κύπρον κάν ουδέ έρχονται καί μέχρι της σήμερον» (95).

Με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε, έστω κι αν πρόκειται μόνο για μεμονωμένες και αποσπασματικές μαρτυρίες, έχουμε πλέον τη δυνατότητα να διατυπώσουμε κάποιες σοβαρές ενστάσεις: η πρώτη ένσταση αφορά στην ιουδαϊκή παρουσία στην Κύπρο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η οποία δεν φαίνεται να ήταν καθόλου ισχνή. Αν σε χωριά όπως οι Γόλγοι και η Λάπηθος υπήρχαν μετά τον 2ο αιώνα μ.Χ. οργανωμένες κοινότητες, πράγμα που επιβεβαιώνεται, όπως είδαμε από επιγραφές που αναφέρονται σε συναγωγή και Ιουδαίους αξιωματούχους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε πόλεις όπως η Σαλαμίνα και η Πάφος θα υπήρχαν επίσης ιουδαϊκές κοινότητες, πολυπληθείς και ακμάζουσες.

 

Η δεύτερη ένσταση αφορά στην αυθεντικότητα ή στη διάρκεια ισχύος του διατάγματος του Τραϊανού. Ο Σίμος Μενάρδος που πρώτος έθιξε το θέμα αυτό στο πλαίσιο της συζήτησης της επιγραφής των Γόλγων (Μενάρδος, 1910, 424), αμφισβήτησε την ύπαρξή του, αποδίδοντας το σχετικό χωρίο, όχι στον Δίωνα Κάσσιο, αλλά στον μοναχό του 11ου αιώνα Ιωάννη Ξιφιλίνο, ανιψιό του διάσημου θεολόγου και Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωάννη Η΄ Ξιφιλίνου (1005-1075) και συγγραφέα μιας επιτομής του Δίωνα. Πράγματι, αν το διάταγμα όντως υπήρξε, θα ανέμενε κανείς ότι παρόμοια απαγόρευση θα είχε εκδοθεί και στα άλλα δύο κέντρα της εξέγερσης, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή. Όμως δεν έχουμε καμιά τέτοια μαρτυρία από τις περιοχές αυτές. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν ήταν καθόλου άγνωστα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την απαγόρευση εισόδου στην Αλεξάνδρεια στους Ιουδαίους της Αιγύπτου και της Συρίας, αμέσως μετά από τα επεισόδια εναντίον των Ιουδαίων της πόλης κατά τα έτη 38-40, η οποία περιλαμβάνεται στην «Επιστολή του Κλαυδίου προς Αλεξανδρείς», που σώζεται σε πάπυρο (P. Lond. 1912 = CPJ II, no. 153) του 41 μ.Χ. Το συγκεκριμένο μέτρο δεν ήταν τιμωρητικό, αλλά εξυπηρετούσε έναν πρακτικό σκοπό: να καταλαγιάσει το έντονο αντι-ιουδαϊκό αίσθημα που είχε αναπτυχθεί στα χρόνια του Καλιγούλα και να αποκατασταθεί η ηρεμία στην πόλη μετά από μια περίοδο συγκρούσεων. Η κοινότητα της Αλεξάνδρειας ήταν ήδη πολύ μεγάλη και ισχυρή και δεν έπρεπε να ενισχυθεί περισσότερο.

 

Η δεύτερη γνωστή περίπτωση εφαρμογής του μέτρου προήλθε από τον αυτοκράτορα Αδριανό μετά από το τέλος του δεύτερου ρωμαιο-ιουδαϊκού πολέμου το 135, όταν απαγόρευσε στους Ιουδαίους την είσοδο στην Ιερουσαλήμ, την οποία ανοικοδόμησε ως παγανιστική πόλη και την ονόμασε Aelia Capitolina. Σ’ αυτή την περίπτωση το μέτρο ήταν τιμωρητικό, μόνο που γνωρίζουμε πως ίσχυσε για πολύ λίγο. Ήδη στα χρόνια του Αντωνίνου Πίου (ή Ευσεβούς), που διαδέχθηκε τον Αδριανό το 138 και βασίλευσε μέχρι το 161, η απαγόρευση μάλλον αγνοήθηκε (στοιχεία για επίσημη ανάκληση δεν έχουμε), καθώς διαθέτουμε μαρτυρίες ότι οι Ιουδαίοι μπορούσαν ελεύθερα να επισκέπτονται την μητρόπολή τους, όσο κι αν δεν τους ήταν πλέον και τόσο ευχάριστο.

Κάτι αντίστοιχο εικάζουμε ότι πρέπει να συνέβηκε και στην Κύπρο. Ο Δίων Κάσσιος στο σχετικό χωρίο (βλ. παραπάνω) χρησιμοποιεί χρόνο ενεστώτα, αφήνοντας να νοηθεί ότι η απαγόρευση εισόδου στην Κύπρο βρισκόταν ακόμα σε ισχύ κατά την εποχή του, δηλαδή μέχρι και το 229 μ.Χ. περίπου, όταν ολοκληρώνεται η Ιστορία του. Όμως είδαμε πως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και μέχρι το τέλος της ύστερης αρχαιότητας, συνέχισαν να υπάρχουν οργανωμένες ιουδαϊκές κοινότητες στην Κύπρο, πράγμα που δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αν από το 117 και έπειτα (δηλαδή μετά τη βίαιη καταστολή της ιουδαϊκής εξέγερσης), η ιουδαϊκή παρουσία στο νησί δεν είχε ενισχυθεί από Ιουδαίους της Παλαιστίνης και των άλλων γειτονικών χωρών. Αν, λοιπόν, όντως εκδόθηκε το διάταγμα αυτό, θα πρέπει επίσημα ή ανεπίσημα να έπαψε να ισχύει, πιθανώς στο πλαίσιο της κατευναστικής ιουδαϊκής πολιτικής που εφάρμοσε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161) και οι διάδοχοί του.

 

Με τα δεδομένα αυτά ανατρέπεται η άτοπη άποψη κάποιων νεώτερων ιστορικών, σύμφωνα με την οποία οι Ιουδαίοι εξαφανίστηκαν από την Κύπρο κατά της πρώτες δεκαετίες του 2ου αιώνα μ.Χ. και εμφανίστηκαν ξανά το 19ο αιώνα με την ανάπτυξη του Σιωνιστικού κινήματος. Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί μάλλον και η ιουδαϊκή παρουσία που συνεχίζει να μαρτυρείται στην Κύπρο στους αιώνες που ακολούθησαν. Σαφείς μαρτυρίες (αν και λιγότερο αξιολογημένες) διαθέτουμε μέχρι και το τέλος της Βενετικής περιόδου, ενώ κατά την Οθωμανική περίοδο οι ιουδαϊκές κοινότητες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο από την εισροή των Σεφαρντίνων, οι οποίοι, έχοντας εκδιωχθεί από την Ισπανία το 1492, κατέκλεισαν τις περιοχές που ελέγχονταν από τους Οθωμανούς.

 

Συντομογραφίες

CIL      Corpus Inscriptionum Latinarum

CPJ      Corpus Papyrorum Judaicarum

IJO      Inscriptiones Judaicae Orientis

ILS      Inscriptiones Latinae Selectae

 

Επιλογή βιβλιογραφίας

Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Βενετία, 1788 (Επανέκδοση με εισαγωγή του Θ. Παπαδόπουλου, Λευκωσία, 1971).

  1. Hill, A History of Cyprus, τόμος I, Κέιμπριτζ, 1948.
  2. Karageorghis, Sculptures from Salamis, τόμος I, Λευκωσία, 1961.
  3. Lifshitz, Donateurs et Fondateurs dans les Synagogues Juives, Παρίσι, 1967.

T.B. Mitfort, “New Inscriptions from Early Christian Cyprus”, Byzantion 20 (1950), 106-175.

T.B. Mitford & I.K. Nicolaou, Salamis VI: The Greek and Latin Inscriptions from Salamis, Λευκωσία, 1974.

  1. Nicolaou, “Inscriptiones Cypriae Αlphabeticae VII, 1967”, RDAC, 1968, 72-85.

Σ. Μενάρδος, “Γόλγοι και Εβραίοι. Επιγραφαί εκ Κύπρου”, Αθηνά: Σύγγραμμα  Περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, 22 (1910), 416-425.

  1. Polyviou, “The Upheaval of the Jews in 115–117 AD in Salamis and the Proconsulate of C. Calpurnius Flaccus in 123 AD in Cyprus” στο S. Rogge (επιμ.), Salamis of Cyprus from the Earliest Times to the Late Antiquity, Schriften des Instituts für Interdisziplinäre Zypern-Studien, τόμος 12, Μύνστερ-Νέα Υόρκη, 2018 (υπό δημοσίευση).
  2. Polyviou, “The Jewish Diaspora in Cyprus in Roman Times. The Limitations of Evidence”, Κυπριακαί Σπουδαί 75 (2011), Λευκωσία 2013, 69-84.

 Ευανθία Πολυβίου 

Φώτο Γκάλερι

Image