Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Λαμπροπύρωμαν (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
η πυρά της φωτιάς, του λαμπρού.
Ετυμολογία:
λαμπρόν= φωτιά+πύρωμα= ζέστη, βράση
Ειδικές φράσεις:
«εν νεν λαμπρόν που μόβαλες να πιω νερόν να σβήσει,
τούτον εν λαμπροπύρωμαν τζ̌΄εννά με καταλύσει»
(Μενάνδρου Σίμου, «Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται», σελ. 214, Λ/σία, 2001)