Ηλιάκης Αντώνης

Καβαφικό Σαββατόβραδο

Καθώς ἡ ἑορτή προχωρεῖ πρός τό τέλος,

τό εὒθυμον πνεῦμα λιγοστεύει βαθμηδόν.

Στήν ἀρχή ὡστόσο ἐγυάλιζαν τά μάτια

καί τά κρύσταλλα μέ λάμψην ἰδιαίτερη.

 

Λυπεῖσαι, βέβαια, διότι ἀνεπαισθήτως

ἐσώθη ἡ χαρά

διότι οἱ εὐχάριστες στιγμές

δέν διαρκοῦν ἐπ’ ἂπειρον.

 

Ἀλλ’ ἐάν ἐργάζεσαι τό Σαββατόβραδο

ἢ κατ’ ἂλλον τρόπον, ἡ εὐχαρίστησις

σέ εἶναι ἀνέφικτη,

καθώς ἀποσύρεσαι ἀργά καί ἀντηχοῦν τά βήματα

βαριά μέσα εἰς τόν ἒρημο δρόμο,

δέν λυπεῖσαι πλέον γιά τήν τρυφή

πού σέ διέφυγε

σκεπτόμενος ὃτι οὕτως ἢ ἂλλως

τέτοιαν ὣρα θά ἦτο τελειωμένη.

 

Καί βυθίζεσαι ὁλοένα στήν ἐρημιά τοῦ δρόμου

Μᾶλλον εὒθυμος καί ἀνάλαφρος.

Δέν εἶχες χαράν

τῆς ὁποίας νά πενθήσεις τό τέλος.

 

Αντώνης Ηλιάκης