Θάνατος

Image

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ο Θάνατος είναι χθόνια θεότητα που μαζί με τις άλλες δυο κύριες θεότητες του κάτω κόσμου, τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, σχηματίζουν το τριαδικό σύστημα που θέτει τέρμα στην επίγεια ζωή.

 

Ο Θάνατος είναι δίδυμος αδελφός του Ύπνου κατά τον Όμηρο (Ἰλιάς, Π, 667 - 673) και μαζί του σχετίζονται οι Κήρες, ολέθριες θεότητες, ντυμένες με αιματοβαμμένα ενδύματα, που σέρνουν τους νεκρούς από το πεδίο της μάχης. Ο Ησίοδος (Θεογονία, 211) θεωρεί τον Θάνατο γιο του Ερέβους και της Νύκτας και αδελφό του Ύπνου, των Ερινύων, της Νεμέσεως, του Πόνου και άλλων εχθρικών ή καταστρεπτικών για τον άνθρωπο δυνάμεων.

 

Ο Θάνατος είναι βασιλιάς των νεκρών, σκληρός, βίαιος και αλύγιστος (αντίθετα προς τον Ύπνο που είναι γλυκός), κατοικεί στα Τάρταρα και ουδέποτε συγκινείται από τις ικεσίες των ανθρώπων. Αναφέρεται πως κάποτε υπήρχαν πανάρχαια ιερά της θεότητας αυτής (όπως στη Σπάρτη), που καταργήθηκαν όμως γιατί ήσαν άχρηστα αφού έτσι κι αλλιώς ο Θάνατος δεν υπήρχε περίπτωση να εισακούσει προσευχές ή να ενδώσει σε παρακλήσεις και προσφορές των ανθρώπων.

 

Η κατάσταση του θανάτου, που βιολογικά είναι η κατάργηση της ανταλλαγής της ύλης του συνόλου των κυττάρων και των ιστών των σωμάτων καθώς και των λειτουργιών που εξαρτώνται απ' αυτά, ήταν πολύ φυσικό ν' απασχολεί συνεχώς και σε κάθε ιστορική εποχή τους ανθρώπους και τις θρησκείες. Η πεποίθηση ότι με το θάνατο διαχωρίζεται η ψυχή από το υλικό σώμα, απασχόλησε φιλοσόφους και θρησκείες σ' όλες τις εποχές. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία ο Θάνατος κάποτε νικιέται (για παράδειγμα από τον Ηρακλή).

 

Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί πως ο Ιησούς Χριστός ήταν εκείνος που κατέβαλε τον Θάνατο ενώ αναφέρει και περιπτώσεις, όπως εκείνην του Λαζάρου, όπου νεκροί ξέφυγαν από τον Θάνατο κι επέστρεψαν στη ζωή με την επενέργεια της Θείας Δυνάμεως.

 

Στα δημοτικά τραγούδια, ο Διγενής παλεύει επίσης με τον Θάνατο, χωρίς όμως και να τον καταβάλει τελικά.

 

Τα διάφορα ταφικά έθιμα, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα, υπήρξαν ποικίλα και σχετίζονταν με τις εκάστοτε δοξασίες και πεποιθήσεις γύρω από την κατάσταση του θανάτου. Η κατάσταση αυτή είναι τόσο πολύ σημαντική για τους ανθρώπους, τους οποίους απασχολεί συνεχώς, ώστε γύρω από το θάνατο υπάρχει πλουσιότατη λαογραφία στην Κύπρο.

 

Θάνατος (Λαογραφία): Όταν ακουστεί φωνή κουκουβάγιας κοντά σ' ένα σπίτι, τούτο θεωρείται ως προμήνυμα θανάτου για τον άρρωστο. Για να απομακρύνουν την κουκουβάγια, της ρίχνουν ένα δαυλό αναμμένο ή ένα κομμάτι ψωμί λέγοντας: φά την τζ'εφαλήν σου, τα όρη τζ'αι τα βουνά δικά σου τζι' ο Χριστός εν μεγαλλύττερος. Κακός οιωνός θεωρείται επίσης όταν κράζει όρνιθα, οπότε προς αποτροπή του κακού πρέπει ο οικοδεσπότης να κόψει την κεφαλή της με αξίνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κρωγμό του κόρακα. Επίσης και η στριγγή φωνή του σκύλου πιστεύεται ότι αγγέλλει τον θάνατο και γι’ αυτό πρέπει να τον σκοτώσουν.

 

Όταν σ' ένα χωριό υπάρχουν αλλεπάλληλοι θάνατοι τότε νηματώνουν, περιζώνουν δηλαδή με νήμα, την εκκλησία. Οι αρρώστιες θεωρούνται υπερφυσικά όντα με εχθρικές διαθέσεις προς τον άνθρωπο, γι’ αυτό προς εξιλέωσή τους διαβάζονται διάφορα ξόρκια και γητειές, τα λεγόμενα δκιαβαστικά. Επίσης, διάφοροι άγιοι θεωρούνται ειδικοί για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών, όπως η Παναγία του Κύκκου, ο άγιος Παντελεήμων, ο απόστολος Ανδρέας κ.α., γι' αυτό υπάρχουν μπροστά από τις εικόνες τους αναθήματα από κερί ή πολύτιμα μέταλλα σε σχήμα διαφόρων μελών ή ολοκλήρου του σώματος ανθρώπων ή ζώων, που αφιερώνονται για τη θεραπεία του αντιστοίχου μέλους του σώματος ή την αποκατάσταση της υγείας του αρρώστου.

 

Στην Κύπρο υπάρχει το έθιμο, ο ιερέας να κάμνει το άγιο ευχέλαιο στον άρρωστο που είναι ετοιμοθάνατος και να τον κοινωνεί με τα Άχραντα Μυστήρια. Η θεία κοινωνία θεωρείται φανάρι που φέγγει στην ψυχή το δρόμο προς το Θεό. Επίσης ζητούνται οι τελευταίες θελήσεις του μελλοθάνατου που εκπληρούνται. Οι τελευταίοι σπασμοί λέγονται αντζ'ελόσσ'ιασμαν διότι πιστεύεται ότι ο άρρωστος βλέπει τον αρχάγγελο Μιχαήλ που κρατεί την εικόνα του Θεού και του τη δείχνει. Η αγωνία του θανάτου λέγεται ψυχομάσ'ημαν και όταν δεν έρχεται ο θάνατος λέγεται ότι ο άρρωστος βαρκαρίζει. Όταν ο άρρωστος ψυχομαχεί δεν επιτρέπεται το κλάμα, όπως και στους αρχαίους. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ ταυτίζεται με τον Χάρο. Όταν το ψυχομάχημα διαρκεί, τότε πιστεύεται ότι ο άρρωστος επιθυμεί κάτι, π.χ. ζητά συγχώρεση από κάποιον ή επιθυμεί να έλθει κάποιο αγαπητό πρόσωπο που απουσιάζει. Σ' αυτή την περίπτωση αναζητείται κάποιος που είναι σε διάσταση με αυτόν που ψυχορραγεί, για να τον συγχωρέσει. Αν απουσιάζει αγαπητό πρόσωπο, τότε σταυρώνουν τρία φύλλα ελιάς στην κεφαλή του αρρώστου, αναφέροντας το όνομα αυτού που απουσιάζει και τα τοποθετούν στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου· πιστεύεται ότι έτσι ευκολύνεται το ξεψύχημα. Αν υπάρχει προσφιλές πρόσωπο νεκρό, τότε φέρνουν χώμα από τον τάφο του και το ρίχνουν πάνω σ' αυτόν που ψυχορραγεί. Σε μερικά μέρη ρίχνουν νερό ανάποδα (Ριζοκάρπασο) ή σταυρώνουν φύλλα λεμονιάς (όπως πιο πάνω), τα τοποθετούν μέσα σε ποτήρι με νερό και ποτίζουν τον άρρωστο κρατώντας το ποτήρι με την παλάμη ανάποδα. Στο Όμοδος τοποθετούν πάνω στον άρρωστο ζυγό του αρότρου, γιατί πιστεύεται ότι στη ζωή του έκαψε ζυγό.

 

Ο επιθανάτιος ρόγχος στην Κύπρο, λέγεται ο τάρτακας ή ο ταρτακάς. Όταν αρχίσει, τότε αναποδογυρίζουν τις εικόνες που είναι πάνω στον τοίχο και σκεπάζουν τον καθρέφτη. Στρέφουν το κρεβάτι του αρρώστου προς τη Δύση (νεκρικό). Σε μερικές περιοχές (Πάφος, Πιτσιλιά) βάζουν τον άρρωστο στο έδαφος, πάνω σ’ ένα σακί, για να ξεψυχήσει. Αν κανένας φταρνιστεί κατά την ώρα του ψυχομαχήματος ή κατά την ώρα της ταφής (Πάφος) τότε πιστεύεται ότι θα πεθάνει κι αυτός σύντομα, γι’ αυτό πρέπει να σχιστεί ένα μέρος από τα ενδύματά του για ν' αποφευχθεί το μοιραίο.

 

Όταν πεθάνει κάποιος τότε οι καμπάνες ηχούν πένθιμα. Αν με την τελευταία πνοή του αρρώστου μείνουν τα μάτια του ανοικτά, τούτο είναι σημείο ότι έμεινε κάποια επιθυμία του ανεκπλήρωτη ή ότι δεν χόρτασε τον κόσμο, γι’ αυτό τοποθετούν πάνω στα μάτια του λίγο χώμα (Λεονάρισσο). Οι πλησιέστεροι συγγενείς κλείνουν τα μάτια του νεκρού, του δένουν το στόμα με μαντίλι κάτω από το λαιμό ή με κουρούκλαν (άσπρο μαντίλι της κεφαλής). Αν ο άρρωστος ζητά κάτι επίμονα και δεν του το δώσουν, τότε μετά το θάνατό του το τοποθετούν πάνω στα σταυρωμένα χέρια του. Κατόπιν καλούνται οι ειδικοί για να μιζαρώσουν (σαβανώσουν) τον νεκρό. Σε μερικές περιοχές λούζουν πρώτα τον νεκρό και μετά τον σαβανώνουν. Τους ιερείς τους σαβανώνουν τρεις ή επτά ιερείς και τους αλείφουν με λάδι (Παραλίμνι). Τα μίζαρα είναι αμεταχείριστο άσπρο ύφασμα, το οποίο καίνε για ν' ανοίξουν τρύπα από την οποία θα περάσουν την κεφαλή του νεκρού, γιατί δεν επιτρέπεται να αγγίξει μέταλλο πάνω στα μίζαρα. Τους χατζήδες, δηλαδή τους προσκυνητές του Αγίου Τάφου, τους σαβανώνουν με άσπρα εσωτερικά φορέματα, με τα οποία βαπτίστηκαν στον Ιορδάνη ποταμό. Επίσης γι' αυτούς, ανάβουν κατά την ώρα της κηδείας τριάντα τρία (όσα ήσαν τα χρόνια του Χριστού) κεριά που χρησιμοποίησαν κατά το προσκύνημά τους στον Άγιο Τάφο και μετά τα ρίχνουν μέσα στον τάφο. Σε μερικά χωριά πιστεύεται ότι τα ρούχα του νεκρού δεν πρέπει να είναι μεταξωτά, διότι αργούν να λιώσουν και είναι βάρος στον νεκρό. Τους νέους συνηθίζουν να τους ντύνουν με τα γιορτινά τους ρούχα, και τους νεόνυμφους με τα φορέματα του γάμου τους. Στο Γουδί της Πάφου ντύνουν και τους ηλικιωμένους κάποτε με τα ενδύματα του γάμου τους. Αν είναι γυναίκα της φορούν το νυκτικό με το παρθενικό αίμα που είχε κατά την πρώτη νύκτα του γάμου της. Στους παντρεμένους επιθέτουν και τα στέφανα του γάμου τους. Στην Πάφο (Γουδί) μετά το σαβάνωμα που γίνεται (κυρίως για νεκρές γυναίκες) από δυο γυναίκες, πραγματοποιείται περιφορά αυτών των δυο γυναικών τρεις φορές γύρω από το λείψανο. Αυτές κρατούν πιάτο με νερό και ρίχνει η μια πάνω στην άλλη απ' αυτό λέγοντας συγχώρα με τζ' ο Θεός συγχωρέσει σε. Όταν ντύσουν τον νεκρό, του εκτείνουν τα πόδια και τα χέρια και τα δένουν σταυροειδώς, τοποθετούν δε πάνω στο στήθος του κέρινο σταυρό. Σε μερικές περιοχές (Μόρφου κ.α.) τοποθετούσαν παλαιότερα πάνω στο στόμα του νεκρού ένα ασημένιο νόμισμα. Σ' άλλες περιοχές τοποθετούν ένα προσκέφαλο στο νεκρό γεμισμένο με λεμονόφυλλα ή φύλλα ελιάς ή κλαδιά από άλλα δέντρα. Το πρόσωπο του νεκρού στρέφεται προς την Ανατολή και καλύπτεται μ' ένα μαντίλι.

 

Οι στενοί συγγενείς του νεκρού πρέπει να παραμείνουν κοντά στο λείψανό του, άγρυπνοι όλη τη νύκτα, διαφορετικά πιστεύεται ότι η ψυχή του στοισ'ειώνεται. Θεωρείται πολύ κακό να δρασκελίσει το πτώμα του νεκρού ένας γάτος. Κοντά στο λείψανο πρέπει να καίει καντήλι μέσα σ’ ένα πιάτο με σιτάρι ή να καίει ιταρές (σαν φιτίλι) μέσα σε λάδι που περιέχεται σε πιάτο. Τούτο πρέπει να γίνεται μέχρι την τρίτη ή την τεσσαρακοστή μέρα οπότε το σιτάρι δίδεται σε φτωχούς. Στην Πάφο το λάδι που περιέχει το πιάτο χύνεται μέσα στον τάφο.

 

Κατά την κηδεία, όταν σηκωθεί το λείψανο, δεν πρέπει να κοιμάται κανένας. Σ' όλα τα σπίτια πρέπει να χύσουν το νερό από τις στάμνες τους γιατί πιστεύεται ότι έπλυνε μέσα σ' αυτό το σπαθί του ο Χάρος. Η κηδεία πρέπει να γίνει κατά τη διάρκεια της μέρας, διότι πιστεύεται ότι όταν θάψουν τον νεκρό την ώρα που τρέσ'ει ο ήλιος στην μάναν του, τρέχει και το θανατικό στο χωριό. Στα χωριά πάνε στην κηδεία σχεδόν όλοι οι κάτοικοι.

 

Στην Κύπρο δεν υπάρχουν καθορισμένες μοιρολογίστρες. Κυρίως όταν οι νεκροί είναι νέοι τότε οι στενοί συγγενείς νεκαλειούνται ή ανακαλειούνται, θρηνούν δηλαδή, ξεσχίζοντας τα στήθη τους και τις παρειές τους, με κοπετούς και ολοφυρμούς. Σπανιότατα θρηνούν οι άντρες. Τα μοιρολόγια είναι αυτοσχέδια ή παραδοσιακά και συνήθως δίστιχα όπως π.χ.

 

Ήρτεν ο Χάρος ο πικρός τζ' έκατσεν

στην νησκιάν μου

τζ' επήρεν μου τον άντραν μου που' ταν

η συντροφκιά μου.

 

Παλαιότερα η εκφορά του νεκρού γινόταν με το λεγόμενο ξυλοκρέββατον που το μετέφεραν τέσσερις φίλοι ή συγγενείς. Η κηδεία δεν επιτρέπεται να περάσει κοντά από σπίτι λεχώνας. Επίσης δεν επιτρέπεται κάποιος προερχόμενος από το σπίτι αρρώστου να συνοδεύσει κηδεία, ούτε εκείνος που συνόδευσε κηδεία επιτρέπεται να επισκεφθεί το σπίτι λεχώνας, αρρώστου, ή νιόπαντρων, ή ακόμη και όπου υπάρχει μεταξοσκώληκας.

 

Η εκφορά του νεκρού γίνεται με τους πένθιμους ήχους της καμπάνας. Προηγούνται τα φανάρια, ο σταυρός και τα εξαπτέρυγα και ακολουθούν οι ιερείς με τους θυμιατούς και οι ψάλτες. Ένα άτομο προηγείται κρατώντας δοχείο με λάδι και δεν επιτρέπεται να κοιτάξει πίσω του, ενώ όποιον δει πιστεύεται ότι θα πεθάνει σύντομα. Άλλος κρατεί στάμνα με νερό και άλλος την παρηορκάν, κάνιστρο δηλαδή με τεμάχια ψωμιού, τυριού και ελιές. Παλαιότερα η παρηορκά γινόταν στο σπίτι, όπου στηνόταν τραπέζι με φαγητό και κρασί. Στην Τηλλυρία, αν δεν ήταν νηστεία, σφαζόταν αρνί ή κατσίκι και προσφερόταν ως φαγητό στον ιερέα, τους επιτρόπους της εκκλησίας και τους στενούς φίλους και συγγενείς. Στο Κάρμι (Κερύνεια) τοποθετούσαν φαγητά από εκείνα που άρεσαν στον νεκρό.

 

Σε μερικές περιοχές της Κύπρου, αν ο νεκρός είναι νέος ή κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, η πομπή διέρχεται διά μέσου των κυριοτέρων δρόμων της κοινότητας. Στα σταυροδρόμια σταματούν και ο ιερέας διαβάζει ειδική ευχή. Προπορεύονται οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες. Παλαιότερα τους νεκρούς τους έθαπταν στην αυλή της εκκλησίας. Για να κατεβάσουν τον νεκρό μέσα στον τάφο κατέβαιναν σ’ αυτόν δυο άντρες, του έλυναν τα χέρια και τα πόδια και αντάλλασσαν χειραψία λέγοντας συγχώρα με τζ' ο Θεός συγχωρέσει σου. Έπειτα έβγαιναν έξω προσέχοντας να μη δρασκελίσουν τον νεκρό. Κατά τη διάρκεια του ανοίγματος του τάφου, αυτός δεν επιτρεπόταν να παραμένει κενός, δηλαδή αφού κατέβαινε ο ένας στον τάφο τότε μόνο μπορούσε να βγει ο άλλος έξω.

 

Ο νεκρός τοποθετείται ξαπλωτά μέσα στον τάφο. Οι ιερείς θάβονταν παλαιότερα καθήμενοι κρατώντας το ευαγγέλιο. Κατά την ταφή ο ιερέας ψάλλοντας ή διαβάζοντας τις ειδικές ευχές ρίχνει σταυροειδώς λάδι πάνω στον νεκρό και σπάζει το πιάτο, το οποίο περιείχε το λάδι. Έπειτα παίρνει χώμα του τάφου από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ρίχνει ανάποδα νερό, κρατώντας δηλαδή το δοχείο με την παλάμη ανάποδα, και ρίχνει τον πηλό που σχηματίζεται σταυροειδώς πάνω στον νεκρό. Στη συνέχεια ρίχνει χώμα, πάλι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ολοι οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία πρέπει να ρίψουν τρεις φορές λίγο χώμα πάνω στον νεκρό.

 

Στον Αστρομερίτη η αρραβωνιασμένη ρίχνει στον τάφο το δακτυλίδι της και λίγα από τα μαλλιά της. Όταν αρχίσουν να καλύπτουν τον νεκρό με χώμα προσέχουν να μην υπάρχει η σκιά κανενός μέσα στον τάφο, διότι πιστεύουν ότι θα πεθάνει σύντομα. Όταν γεμίσει ο τάφος με χώμα, όλοι πρέπει να πλύνουν τα χέρια τους με νερό (πάνω στον τάφο) που μετέφεραν γι’ αυτό το σκοπό, πάλι ανάποδα. Πάνω στον τάφο τοποθετείται σταυροειδώς το φτυάρι και η αξίνα, και πάνω τους θα πρέπει να σπάσουν το δοχείο μέσα στο οποίο μεταφέρθηκε το νερό για το πλύσιμο των χεριών. Σε μερικά χωριά τοποθετεί καθένας μια πέτρα πάνω στον τάφο. Αυτές τις πέτρες θα τις απομακρύνουν από τον τάφο σε σαράντα μέρες οι συγγενείς του νεκρού.

 

Το ξυλοκρέββατο αναποδογυρίζεται για να μην πεθάνει άλλος. Δεν επιτρέπεται κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες η κηδεία σε αβάπτιστα παιδιά, στους αφορισθέντες και σ’ αυτούς που αυτοκτονούν, εκτός αν αυτοί κατά την διάπραξη του εγκλήματος δεν είχαν σώας τας φρένας. Όλοι όσοι παρευρίσκονται στην κηδεία πρέπει να πκιάσουν παρηορκάν, δηλ. τεμάχια ψωμιού, τυριού ή ελιές, για να μακαρίσουν τον νεκρό. Υπάρχει η πρόληψη ότι όποιος δει ιερέα μετά την κηδεία ή νεκροθάπτη να κρατά το φτυάρι και την αξίνα, θα πεθάνει.

 

Μετά την κηδεία καθ' οδόν πρέπει να καθίσουν όσοι έλαβαν μέρος στην κηδεία τρεις φορές για να πάρει η γη το βάρος, όπως λέγουν. Επίσης όταν βρουν βρύση πλένονται ρίχνοντας το νερό πίσω τους (Γουδί Πάφου). Αλλού υπάρχει η δοξασία ότι δεν πρέπει να πάνε αμέσως στο σπίτι τους, αλλά να παραμείνουν για λίγο σε κάποιο στεγασμένο μέρος. Όσοι παρευρεθούν σε κηδεία δεν επιτρέπεται να επισκεφθούν κανένα και ιδίως άρρωστο.

 

Ο ιερέας και οι συγγενείς κατόπιν θα μεταβούν στο σπίτι του νεκρού όπου ο ιερέας θα ποσαραντώσει το κρεβάτι του νεκρού. Γι’ αυτό το σκοπό παίρνει ένα κόσκινο και αφού το αναποδογυρίζει πάνω στο κρεβάτι, ρίχνει νερό και το ραντίζει απαγγέλλοντας διάφορες ευχές. Πιστεύεται ότι δεν πρέπει να κοιμηθεί κανένας πάνω στο κρεβάτι του νεκρού πριν περάσουν σαράντα μέρες. Τα ρούχα του νεκρού τα δίνουν σε φτωχούς ή τα πετούν ή τα πλένουν σε ποτάμι και τα φορούν.

 

Σε μερικές πόλεις και χωριά (Λεμεσός, Λεύκαρα, Κοιλάνι) γίνεται το ξημέρωμαν του νεκρού. Στο Κοιλάνι πηγαίνουν όλοι οι συγγενείς πριν ανατείλει ο ήλιος, κατά την επόμενη μέρα της κηδείας, με λουλούδια και θυμιάματα και καπνίζουν τον τάφο μοιρολογώντας. Για τρεις μέρες δεν σκουπίζουν το δωμάτιο στο οποίο ξεψύχησε ο νεκρός (Πιτσιλιά, Δερύνεια και παλαιότερα Ακανθού). Σ' άλλα χωριά σκούπιζαν ανάποδα, αντίθετα δηλαδή του κανονικού (Ζώδια). Επίσης τοποθετούν για τρεις μέρες ένα πιάτο με νερό ή τοποθετούν πάνω σ' αυτό μικρά κομμάτια καλαμιών και πάνω σ' αυτά ένα ψωμί (Λεμεσός) και δεν κλείνουν το δωμάτιο, για να έρχεται η ψυχή να δροσίζεται. Σ' άλλα μέρη μόλις σηκώσουν το λείψανο σκουπίζουν το σπίτι και τα σαρώματα τα ρίχνουν πίσω από τον νεκρό για να μην πάρει άλλο κανένα μαζί του. Σ' άλλα μέρη ρίχνουν πίσω από τον νεκρό το πιάτο και το ποτήρι του.

 

Καθημερινά, μετά τη δύση του ήλιου πρέπει να πάει κάποιος από τους συγγενείς στον τάφο, να θυμιάσει (με αγιασμένα φύλλα ελιάς της Κυριακής των Βαΐων) και ν' ανάψει κερί μέσα σε πήλινη κυψέλη (περιοχή Κόρνου) ή πάνω στον τάφο. Κατά την πορεία του θυμιατίζει και όσους συναντήσει για να μακαρίσουν του νεκρό. Σ' άλλα μέρη μια καντήλα ανάβει στην εκκλησία ή κάτω από το κρεβάτι τον νεκρού. Τούτο γίνεται για σαράντα μέρες, διότι πιστεύεται ότι σ' αυτή την περίοδο η ψυχή δεν πηγαίνει στον Άδη, αλλά περιέρχεται τους γνωστούς της τόπους για να τους αποχαιρετίσει. Πιστεύεται ότι φωνάζει τα ονόματα φίλων και συγγενών και όποιος αποκριθεί, σύντομα πεθαίνει. Γι’ αυτό όταν κυκλοφορήσει η φήμη ότι στοίχειωσε κάποιος νεκρός, δεν αποκρίνεται κανένας σε τυχόν επικλήσεις. Πιστεύεται ότι ο νεκρός λέγει στους ζωντανούς χωρίς ν' ακούγεται:

 

Στες τρεις μου κλάψε με γλωμόν

τζ'α'ι στες εννιά μου μαύρον

τζ'αι στα ποσαραντώματα τα κόκκαλά

μου μόνον.

 

Αν κατά τις σαράντα αυτές μέρες συμβεί να μπει μέσα στο σπίτι πουλί ή πεταλούδα πιστεύεται ότι είναι η ψυχή του νεκρού, που έρχεται να αποχαιρετήσει αυτούς που βρίσκονται στο σπίτι. Θεωρείται καλό, όταν κόβει κάποιος τα νύχια του να τα πετά πίσω του, αλλιώς γίνονται ακανθώδη θυμάρια που παρεμβάλλονται στο δρόμο της ψυχής. Κατά την τεσσαρακοστή μέρα πιστεύεται ότι η ψυχή παρουσιάζεται στο Θεό για να αποφασιστεί η θέση της στον Άδη ανάλογα με τα έργα που έκαμε κατά τη διάρκεια της ζωής του ο νεκρός. Θεωρείται μεγάλη κατάρα να μείνει μέσα στον τάφο αδιάλυτο το σώμα του νεκρού.

 

Για ένα χρόνο σχεδόν (ανάλογα με την ηλικία του νεκρού) επικρατεί βαρύ πένθος στην οικογένειά του. Ολοι φορούν μαύρα. Οι μεν άντρες μένουν αξύριστοι, οι δε γυναίκες καλύπτουν το πρόσωπό τους με μαύρο μαντίλι και μόνο σε απόλυτη ανάγκη βγαίνουν έξω από το σπίτι, του οποίου κλείνουν τα παράθυρα. Κατά τις ασσίζες* η χήρα που παντρευόταν πριν να περάσει ένας χρόνος δεν κληρονομούσε την περιουσία του νεκρού συζύγου της. Και σήμερα θεωρείται κακό να παντρευτεί η χήρα ή ο χήρος προτού τουλάχιστον περάσει ένας χρόνος. Για τις χήρες ο κανόνας είναι αυστηρότερος. Στη Δερύνεια όταν πεθάνει κανείς νέος ή νέα, η μητέρα τους κόβει τους πλοκάμους των μαλλιών της (που παλαιότερα εθεωρούντο στόλισμα) και τους ρίχνει μέσα στον τάφο. Οι μητέρες που έχουν παιδί πεθαμένο δεν πίνουν νερό το Σάββατο το απόγευμα ή το απόγευμα της Πρωτομαγιάς, διότι πιστεύουν ότι κατά την ώρα αυτή πηγαίνουν οι ψυχές των παιδιών με τα σταμνάκια τους, να πάρουν νερό από τη βρύση, και το παιδί, του οποίου η μητέρα ήπιε νερό το απόγευμα του Σαββάτου, δεν βρίσκει νερό και μένει διψασμένο ως το επόμενο Σάββατο, γιατί του λέγουν το δικόν σου ήπιεν το η μάνα σου.

 

Επειδή υπάρχει στο λαό η αντίληψη ότι ο νεκρός συνεχίζει και στον άλλο κόσμο τη ζωή του και επομένως έχει ανάγκη των απαραιτήτων για τη συντήρησή του και επικοινωνία με τους ζωντανούς, αυτοί που ζούσαν έπρεπε να του προσφέρουν ό,τι χρειαζόταν. Πάνω σ' αυτή την αντίληψη στηρίζεται η τέλεση μνημοσύνων που γίνονται στις τρεις, τις εννιά, τις σαράντα, τα τριμήνια, τα εξαμήνια, τα εννιαμήνια του νεκρού και σε κάθε επέτειο του θανάτου του. Στο Γουδί της Πάφου μετά την κηδεία ρίχνουν ένα πιάτο σιτάρι πάνω στον τάφο και δίνουν ένα ψωμί σε κάποιο φτωχό. Κάποτε το ψωμί το αφήνουν επίσης πάνω στον τάφο. Σ’ άλλες περιοχές, όπως στην Έγκωμη της Λευκωσίας, το σιτάρι το ρίχνουν μέσα στον τάφο.

 

Εκτός από τα πιο πάνω μνημόσυνα τελούνται και άλλα κατά τα ψυχοσάββατα της Αποκριάς και της Τυροφάγου, καθώς και το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής. Επίσης γίνονται και τα λεγόμενα σαρανταλούτουρκα, δηλαδή κατά τις σαράντα συνεχείς λειτουργίες πριν από τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Σε μερικά χωριά γίνονται μνημόσυνα και κατά τη γιορτή του προστάτη αγίου της οικογένειας. Κάθε οικογένεια έχει το μνημονοχάρτιν. δηλαδή ένα κομμάτι χαρτί στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών της οικογένειας. Τα κόλλυβα σε μερικά χωριά (Πιτσιλιά) ψήνονται ανάλογα με την ηλικία του νεκρού· όσο περισσότερο νέος είναι ο νεκρός τόσο περισσότερο ωμά είναι τα κόλλυβά του. Τα κόλλυβα τοποθετούνται μέσα σ' ένα μικρό πανέρι και διακοσμούνται με σησάμι, σταφίδες, ρόδια και αμύγδαλα. Πάνω στα κόλλυβα τοποθετείται ένα πρόσφορο και μπηγμένο μέσα σ’ αυτό υπάρχει ένα κερί ή μια λαμπάδα αναμμένη. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση τα κόλλυβα διανέμονται στην αυλή της εκκλησίας στους εκκλησιαζόμενους που εύχονται και λέγουν ο Θεός μακαρίσοι τον. Στον Μουτουλλά προσφέρονται ξηροί καρποί αντί κόλλυβα. Σ' άλλα χωριά της Κύπρου κατά το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου παίρνουν αντί κόλλυβα αυκωτές, δηλαδή κουλούρια στη μέση των οποίων βρίσκεται κόκκινο ψημένο αυγό και μνημονεύουν τους νεκρούς (Ριζοκάρπασο). Στο Γουδί της Πάφου κατά τη Μεγάλη Τρίτη γίνεται λειτουργία στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο νεκροταφείο του χωριού. Παλαιότερα έπαιρναν κόλλυβα, καθάριζαν τον τάφο του συγγενούς τους, τον ράντιζαν με νερό και ο ιερέας πήγαινε από τάφο σε τάφο και μνημόνευε όλους τους νεκρούς. Σήμερα τους μνημονεύει μόνο με το θυμιατό του. Πιστεύεται ότι με την επιμνημόσυνη δέηση και το κερί, που ανάβεται πάντα στα μνημόσυνα, παίρνει άνεσιν ο νεκρός και με τα κόλλυβα τρέφεται.

 

Υπάρχει η λαϊκή αντίληψη ότι το σώμα διαλύεται μετά σαράντα μέρες. Αν μετά από αρκετό καιρό δεν κατακαθήσει το μνήμα, νομίζουν ότι ο νεκρός μένει άλιωτος· επίσης αν τυχαίως μετά την εκταφή βρεθεί λείψανο αδιάλυτο, τότε κατά την αντίληψη του λαού αυτό είναι συνέπεια κατάρας επισκόπου, ιερέα, ή πατέρα, ή ότι οφείλεται σε ιεροσυλία που είχε διαπράξει ο εκλιπών. Σε τέτοια περίπτωση γίνεται εκταφή και διαβάζεται σχετική εκκλησιαστική ευχή, ραντίζεται ο τάφος με αγιασμό και το λείψανο τοποθετείται πάλι μέσα στον τάφο. Αν ζει ο ιερέας που καταράστηκε τον νεκρό, τον παίρνουν κοντά του και του διαβάζει συγχωρητική ευχή. Αν δεν γίνει αυτό τότε πιστεύεται ότι ο νεκρός σαρκώνεται, δηλαδή βρυκολακιάζει και γίνεται πρόξενος διαφόρων κακών, ασθενειών κλπ. στους συγγενείς του ή σ’ όλη την κοινότητα.

 

Το χώμα του νεκρού όταν το ρίξουν σε κατάστημα ή σε κάποιο έργο πιστεύεται ότι τούτο νεκρώνεται και δεν προοδεύει. Ακόμη όταν θέλουν να κάμουν ένα νέο να μην αγαπά ένα κορίτσι, τότε ρίχνουν χώμα του νεκρού από το μέρος όπου θα περάσει και θα το διασκελίσει ο νέος κι έτσι πιστεύεται ότι νεκρώνεται η αγάπη του προς τη νέα.

 

Πιστεύεται επίσης ότι τα παιδιά τα οποία αποβάλλουν επίτηδες οι μητέρες ή πεθαίνουν αβάπτιστα γίνονται καλικάντζαροι. Αν πεθάνουν βαπτισμένα τότε πιστεύεται ότι γίνονται άγγελοι του Θεού. Επιπλέον όσοι δεν θάβονται κανονικά πιστεύεται ότι γίνονται κακοί και βλάπτουν τους ζωντανούς.

 

Για να αποφευχθούν τα πιο πάνω κακά λαμβάνονται διάφορα προληπτικά μέτρα. Έτσι σε πολλά χωριά τοποθετούν στο στόμα του νεκρού κερένιο σταυρό ή ένα κομμάτι κεραμιδιού στο οποίο χαράσσουν τα γράμματα ΙΣ ΧΣ ΝΙΚΑ. Στη Δερύνεια τοποθετούν τέσσερα τέτοια κεραμίδια, ένα στο κεφάλι, ένα στα πόδια και ένα δεξιά και αριστερά του νεκρού. Αλλού αντί σταυρό χαράσσουν πεντάλφα. Στη Μηλιά Αμμοχώστου έθεταν πάνω στον νεκρό ένα καλάμι με τρεις κόμβους, και στο Ριζοκάρπασο και στο Μουτουλλά κλήμα με τρεις κόμβους ή απήγανο. Στα Λεύκαρα και στη Μόρφου τοποθετούσαν πάνω στο στήθος ή στο στόμα του νεκρού ένα νόμισμα ή ασημένιο τρίγροσο και αλλού μια κλειδαριά κλειδωμένη.

 

Στο Γουδί της Πάφου σε μια περίπτωση νεκρού ιερέως τοποθέτησαν δίπλα του δεξιά και αριστερά ένα μπουκάλι κρασί και ένα μπουκάλι νερό, αλλά τούτο έγινε για να τα χρησιμοποιήσει ο νεκρός στην άλλη του ζωή και όχι για να μη γίνει κακός.

 

Α.Χ. ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΗΣ