Θρουμποπούλης

Image

Επάγγελμα που εξασκείτο σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο από χωρικούς. Θρουμποπούλης ήταν εκείνος που πωλούσε θρουμπιά (θυμάρι). Ο ίδιος πήγαινε στα χωράφια και ξερίζωνε με την αξίνα του τα θρουμπιά, τα οποία και συγκέντρωνε σε σωρό. Στη συνέχεια τα φόρτωνε στο ζώο του και τα έπαιρνε στις πόλεις ή στα χωριά, όπου και τα πωλούσε. Συνήθως πωλούσε ολόκληρο το φορτίο του σε έναν αγοραστή (πωλούσε δηλαδή με το γομάριν). Με αυτά κατασκευάζονταν και οι αυτοσχέδιες κυπριακές σαρκές, δηλαδή οι σκούπες που ήταν χρήσιμες για σκληρές επιφάνειες ή και χωμάτινες.  

 

Τα θρουμπιά αξιοποιούνταν και διαφορετικά.  Εντοπιζόταν η Δρουμπερή και τα θρουμπιά ή δρουμπιά, μαζεύονταν από τους χωρικούς και μεταφέρονταν στα αλώνια. Εκεί απλώνονταν και αφήνονταν να ξεραθούν. Μετά τα έτριβαν πάνω σε κόσκινα για να μαζευτεί ο θρουμπόσπορος, ο οποίος επωλείτο μέσα σε σακούλες λινάτσας στους εμπόρους. Το έξτρα αυτό εισόδημα για όσες οικογένειες ήταν με πολλά παιδιά δεν ήταν ευκαταφρόνητο.

 

Το Θρουμπί (θυμάρι) είναι ιθαγενές φυτό της Δυτικής Μεσογείου. Το όνομα Θυμάρι για πρώτη φορά δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα Θύω που σημαίνει θυσιάζω για αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούσαν ως θυμίαμα στους ναούς. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι προέρχεται από την λέξη Θύμων που σημαίνει θαρραλέος. Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες το χρησιμοποιούσαν για να αποκτήσουν δύναμη και ενεργητικότητα.

 

Άλλες πηγές αναφέρουν την χρήση του από τους Σουμέριους κατά το 3.500 π.χ. αλλά και από τους Αιγυπτίους που το ονόμαζαν Θαμ και το χρησιμοποιούσαν ως Βαλσαμωτικό και ως αρωματικό.

Σήμερα οι σπόροι και τα φύλλα του θυμαριού χρησιμοποιούνται για παρασκευή τσαγιού και την κατασκευή αιθέριων ελαίων.