Ιακώβου Ανδρέας

Απόσπασμα από τη συλλογή Σπαθιά στον Άδη ακονισμένα

Των ωκεανών τα σύνορα έσπασαν και ο ωκεανός εχάθη!

                                                   *

Σε λιτανείες ποιων φεγγαριών, στις λεμονιές ποιων τάφων,

σε ποιών αβύσσων τα έγκατα και στους μυχούς ποιων βράχων,

θα σχίσης πέπλα, ω Μίσος μου, στο χώμα της καρδιάς Σου,

Νησί μου, που με ανάθρεψε το πράο ξαγνάντεμά Σου!

 

Όταν στο χάος χανόμουνα Εσένα αποζητούσα,

εγώ, πανσές ερημικός, πάντα μ’ Εσέ μιλούσα,

και σε χαρά και σ’ όλεθρο εβάδιζα σιμά Σου,

στυφή, πικρή, μουντή, ανάξια συντροφιά Σου!

 

Με τη διαμαντόπετρα του στήθους Σου χαράζω το γυαλί του

θανάτου,

σε γρανίτες ανήλιαγους κεντώ τ' αγιασμένο όνομά Σου,

με το ράμφος των σπουργιτιών διαπέρασα της αγωνίας τα βάθη.

 

Με τα δικά Σου δάκτυλα έγραψα έπη επών,

και Σ’ έφερα μέχρι τα ύψη του Ρεμπώ και του Χαίλντερλιν.

Μαζί ανεβήκαμε στα βάθρα της άγριας ομορφιάς και της παντο-

τινής λευτεριάς.

                                                 ***

Κι’ εγώ δεν ήμουν τίποτα - ένα μικρό νησάκι,

ένα φτερό του πέπλου Σου, μια σπίθα των ματιών Σου,

κρίκος των αλυσίδων Σου, μια ανάσα των λυγμών Σου,

 

χελιδόνι της πικρής ζωής πού έσχισες μαχαιρωμένα ποτάμια.

 

Κι’ εσύ δεν ήσουν τίποτα, - ένα μικρό νησάκι,

δαφνούλα σ' ακροποταμιά, μίσχος δρυμών γιγάντων,

σταλαγματιά στό πέλαγος, φράση από γόους τιτάνων.

                                                 *

Ξάφνου τ’ ακροούρανα άνοιξαν και τ’ όνειρό μου εχάθη!

 

Ανδρέας Ιακώβου

(Από τη συλλογή Σπαθιά στον Άδη ακονισμένα)